ἄλιμος: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alimos | |Transliteration C=alimos | ||
|Beta Code=a)/limos | |Beta Code=a)/limos | ||
|Definition= | |Definition=ἄλιμον, [[banishing hunger]], [[τροφή]], afood said to be prepared from asphodel and mallows, Herodor.1.J., Hermipp.Hist.1.8, cf. Plu.2.157d, Porph.''Abst.''4.20. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄλιμον, banishing hunger, τροφή, afood said to be prepared from asphodel and mallows, Herodor.1.J., Hermipp.Hist.1.8, cf. Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.
Spanish (DGE)
-ον
que quita el hambre τροφή Herodor.1, cf. Hermipp.Hist.12a, Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.
German (Pape)
[Seite 96] hungervertreibend, φάρμακον, δύναμις, Plut. Conv. sap. 14; vgl. Ath. II, 58 f IV, 161 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise la faim.
Étymologie: ἀ, λιμός.
Greek Monolingual
(I)
ἄλιμος, -ον (Α) λιμός
αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα.
(II)
ἅλιμος, -ον (Α) ἅλς
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον
παραλία, ακροθαλασσιά
3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.) ἅλιμος, ο
αρμυρήθρα.
Russian (Dvoretsky)
ἄλῑμος: утоляющий голод (δύναμις, σιτία Plut.).