χρονολογία: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(b)
 
(47b)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1378.png Seite 1378]] ἡ, Zeitrechnung, Chronologie, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1378.png Seite 1378]] ἡ, Zeitrechnung, Chronologie, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρονικός]] [[προσδιορισμός]] γεγονότος σε [[σχέση]] με [[άλλο]], σημαντικό, [[γεγονός]], [[φυσικό]] ή ιστορικό, που λαμβάνεται ως [[αφετηρία]] (α. «[[χρονολογία]] από τη [[γέννηση]] του Χριστού» β. «[[χρονολογία]] από κτήσεως Ρώμης»)<br /><b>2.</b> το [[έτος]] και η [[ημερομηνία]] ορισμένου γεγονότος<br /><b>3.</b> η [[αναγραφή]], σε [[έγγραφο]], του έτους και της ημερομηνίας σύνταξής του<br /><b>4.</b> η αναγραφόμενη σε [[έγγραφο]] [[ημερομηνία]]<br /><b>5.</b> [[επιστήμη]] που πραγματεύεται την [[μέτρηση]] του χρόνου μέσω τών κανονικών υποδιαιρέσεών του, [[δηλαδή]] ωρών, ημερών, μηνών, ετών, για τον [[χρονικό]] προσδιορισμό τών γεγονότων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αρίθμηση]], ο [[υπολογισμός]] του χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1378] ἡ, Zeitrechnung, Chronologie, Sp.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
1. ο χρονικός προσδιορισμός γεγονότος σε σχέση με άλλο, σημαντικό, γεγονός, φυσικό ή ιστορικό, που λαμβάνεται ως αφετηρία (α. «χρονολογία από τη γέννηση του Χριστού» β. «χρονολογία από κτήσεως Ρώμης»)
2. το έτος και η ημερομηνία ορισμένου γεγονότος
3. η αναγραφή, σε έγγραφο, του έτους και της ημερομηνίας σύνταξής του
4. η αναγραφόμενη σε έγγραφο ημερομηνία
5. επιστήμη που πραγματεύεται την μέτρηση του χρόνου μέσω τών κανονικών υποδιαιρέσεών του, δηλαδή ωρών, ημερών, μηνών, ετών, για τον χρονικό προσδιορισμό τών γεγονότων
αρχ.
η αρίθμηση, ο υπολογισμός του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -λογία].