ὑπεραής: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με [[μεγάλη]] [[σφοδρότητα]] από [[πάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]] «[[φυσώ]]», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., <b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἄος</i><br />[[πνεῦμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>αής</i>, <i>εὐ</i>-<i>αής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με [[μεγάλη]] [[σφοδρότητα]] από [[πάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]] «[[φυσώ]]», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., <b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἄος</i><br />[[πνεῦμα]]), [[πρβλ]]. [[δυσαής]], [[εὐαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:50, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾱής Medium diacritics: ὑπεραής Low diacritics: υπεραής Capitals: ΥΠΕΡΑΗΣ
Transliteration A: hyperaḗs Transliteration B: hyperaēs Transliteration C: yperais Beta Code: u(perah/s

English (LSJ)

ές, gen. έος, (ἄημι) blowing hard, ἄελλα Il.11.297.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερᾱής: дующий с высоты или неистово (ἄελλα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».

Greek Monolingual

-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσαής, εὐαής].

Greek Monotonic

ὑπερᾱής: -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑπερ-ᾱής, ές ἄημι
blowing hard, Il.