μυθικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mythikos
|Transliteration C=mythikos
|Beta Code=muqiko/s
|Beta Code=muqiko/s
|Definition=ή, όν, [[mythic]], [[legendary]], μ. τις ὕμνος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>265c</span>; οἱ μυθικοὶ χρόνοι <span class="bibl">D.H.1.2</span>; <b class="b3">τὰ μυθικά</b> = [[books of legends]], title of treatise by [[Neanthes]], <span class="bibl">Ath.13.572e</span>. Adv. [[μυθικῶς]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1000a18</span>, <span class="bibl">1074b4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cael.</span>284a23</span>; opp. [[ἀληθῶς]], Phld. <span class="title">Rh.</span>2.53S.: Comp. μυθικωτέρως or μυθικώτερον, Sch.Lyc.18, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>2.823</span>.
|Definition=μυθική, μυθικόν, [[mythic]], [[legendary]], μ. τις ὕμνος Pl.''Phdr.''265c; οἱ μυθικοὶ χρόνοι D.H.1.2; <b class="b3">τὰ μυθικά</b> = [[books of legends]], title of treatise by [[Neanthes]], Ath.13.572e. Adv. [[μυθικῶς]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1000a18, 1074b4, ''Cael.''284a23; opp. [[ἀληθῶς]], Phld. ''Rh.''2.53S.: Comp. μυθικωτέρως or [[μυθικώτερον]], Sch.Lyc.18, Tz.''H.''2.823.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθικός Medium diacritics: μυθικός Low diacritics: μυθικός Capitals: ΜΥΘΙΚΟΣ
Transliteration A: mythikós Transliteration B: mythikos Transliteration C: mythikos Beta Code: muqiko/s

English (LSJ)

μυθική, μυθικόν, mythic, legendary, μ. τις ὕμνος Pl.Phdr.265c; οἱ μυθικοὶ χρόνοι D.H.1.2; τὰ μυθικά = books of legends, title of treatise by Neanthes, Ath.13.572e. Adv. μυθικῶς Arist.Metaph.1000a18, 1074b4, Cael.284a23; opp. ἀληθῶς, Phld. Rh.2.53S.: Comp. μυθικωτέρως or μυθικώτερον, Sch.Lyc.18, Tz.H.2.823.

German (Pape)

[Seite 214] zur Sage, Fabelgeschichte, Mythologie gehörig; ὑμνος, Plat. Phaedr. 265 c; Sp.; τὰ Μυθικά, Titel von Büchern über Sagengeschichte, Ath. XIII, 572 u. A. – Adv. μυθικωτέρως, Schol. Lycophr. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mythes, mythique.
Étymologie: μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

μῡθικός: мифический, баснословный, сказочный (ὕμνος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡθικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς μῦθον, μυθώδης, μ. τις ὕμνος Πλάτ. Φαῖδρ. 265C· οἱ μ. χρόνοι Διον. Ἁλ. 1. 2· τὰ μυθικά, βιβλία μύθων Ἀθήν. 572Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 14., 11. 8, 20, π. Οὐρ. 2. 1, 4· συγκρ. -ωτέρως ἢ -ώτερον, Σχόλ. Λυκόφρ., Τζέτζ. ὑπέρθ. -ωτάτως, Θεόδ. Στουδ.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυθικός, -ή, -όν) μύθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και της μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά της τεκμηριωμένης ιστορίας («μυθικός βασιλιάς»)
2. αυτός που είναι πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («μυθικές διηγήσεις»)
3. φρ. «μυθικοί χρόνοι» — η περίοδος της προϊστορίας κατά την οποία τα γεγονότα συμφύρονται με τους μύθους
4. αυτός που είναι θαυμαστός, αυτός που υπερέχει σε μέγεθος, αξία, δύναμη, εξαιρετικός («μυθικά πλούτη»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυθικόν
παραμύθι
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Μυθικά
τίτλος βιβλίων που είναι σχετικά με τη μυθολογία. Επιρρ. μυθικώς και -ά (ΑΜ μυθικῶς)
κατά τρόπο μυθικό.

Greek Monotonic

μῡθικός: -ή, -όν, μυθικός, θρυλικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μῡθικός, ή, όν
mythic, legendary, Plat.