ὀλιγοδρανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγοδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>δρανής</i>, <i>λιπο</i>-<i>δρανής</i>].
|mltxt=[[ὀλιγοδρανής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λίγη [[δύναμη]], [[αδύναμος]], [[ασθενικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραίνω]] «έχω [[δύναμη]]»), [[πρβλ]]. [[αδρανής]], [[λιποδρανής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:55, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδρᾰνής Medium diacritics: ὀλιγοδρανής Low diacritics: ολιγοδρανής Capitals: ΟΛΙΓΟΔΡΑΝΗΣ
Transliteration A: oligodranḗs Transliteration B: oligodranēs Transliteration C: oligodranis Beta Code: o)ligodranh/s

English (LSJ)

ές, of little might, feeble, Ar.Av.686, Luc.Trag.324.

German (Pape)

[Seite 320] ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
faible, épuisé, exténué.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοδρᾰνής: слабый, немощный Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδρᾰνής: -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, ἀσθενής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663.

Greek Monolingual

ὀλιγοδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. αδρανής, λιποδρανής].

Greek Monotonic

ὀλῐγοδρᾰνής: -ές (δραίνω), αυτός που διαθέτει μικρή ισχύ, αδύναμος, ασθενής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀλῐγο-δρᾰνής, ές δραίνω
of little might, feeble, Ar.