σκυθρός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[οργίλος]], οργισμένος, θυμωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σκυθρός]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυ</i>-<i>δ</i> του [[σκύζομαι]] «οργίζομαι» [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυδ</i>- (πιθ. μέσω ενός τ. <i>σκυσ</i>-<i>θρός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρός</i> ( | |mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[οργίλος]], οργισμένος, θυμωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σκυθρός]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυ</i>-<i>δ</i> του [[σκύζομαι]] «οργίζομαι» [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυδ</i>- (πιθ. μέσω ενός τ. <i>σκυσ</i>-<i>θρός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρός</i> ([[πρβλ]]. [[νωθρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:30, 11 May 2023
English (LSJ)
ά, όν, angry, sullen, Men.10, Arat.1120.
German (Pape)
[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
σκυθρός: мрачный, угрюмый Men.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νωθρός)].
Greek Monotonic
σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.
Frisk Etymological English
See also: s. σκυδμαίνω.
Middle Liddell
σκυθρός, ή, όν σκύζομαι
angry, sullen, Menand.
Frisk Etymology German
σκυθρός: {skuthrós}
See also: s. σκυδμαίνω.
Page 2,741
Mantoulidis Etymological
(=ὀργισμένος). Ἀπό τό σκύζομαι, σκυδ + θρό + ς → σκυθρός.