πολύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευρύ</i>-<i>χωρος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[ευρύχωρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:01, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχωρος Medium diacritics: πολύχωρος Low diacritics: πολύχωρος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ
Transliteration A: polýchōros Transliteration B: polychōros Transliteration C: polychoros Beta Code: polu/xwros

English (LSJ)

ον A spacious, extensive, Ἅιδης Luc.Luct.2: Sup., Gal.UP8.11. II π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27. III divided into many squares or compartments, Puchstein Epigr.Gr.p.9.

German (Pape)

[Seite 677] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
très vaste.
Étymologie: πολύς, χώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολύχωρος: весьма протяженный, обширный (Ἃιδης Luc.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά
2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος
3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύχωρος)].

Greek Monotonic

πολύχωρος: -ον, ευρύχωρος, εκτενής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχωρος: -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, εὐρύχωρος, Ἅιδης Λουκ. περὶ Πένθους 2.

Middle Liddell

πολύ-χωρος, ον,
spacious, extensive, Luc.