πολύχωρος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[ευρύχωρος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:01, 11 May 2023
English (LSJ)
ον A spacious, extensive, Ἅιδης Luc.Luct.2: Sup., Gal.UP8.11. II π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27. III divided into many squares or compartments, Puchstein Epigr.Gr.p.9.
German (Pape)
[Seite 677] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
très vaste.
Étymologie: πολύς, χώρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.
Russian (Dvoretsky)
πολύχωρος: весьма протяженный, обширный (Ἃιδης Luc.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά
2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος
3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύχωρος)].
Greek Monotonic
πολύχωρος: -ον, ευρύχωρος, εκτενής, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχωρος: -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, εὐρύχωρος, Ἅιδης Λουκ. περὶ Πένθους 2.