σχεδίην: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> από [[κοντά]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> α) [[γρήγορα]]<br />β) [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχέδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ην</i> της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (<b>πρβλ.</b> [[πανσυδί]]-<i>ην</i>)].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> από [[κοντά]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> α) [[γρήγορα]]<br />β) [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχέδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ην</i> της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. ([[πρβλ]]. [[πανσυδίην]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:50, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδίην Medium diacritics: σχεδίην Low diacritics: σχεδίην Capitals: ΣΧΕΔΙΗΝ
Transliteration A: schedíēn Transliteration B: schediēn Transliteration C: schediin Beta Code: sxedi/hn

English (LSJ)

Ep. Adv. formed from the fem. of σχέδιος, of place, A at close quarters, τύψον δὲ σχεδίην Il.5.830: cf. αὐτοσχεδόν. II of time, soon, Nic.Al.88; straightway, at once, Babr.57.4 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1054] ep. adv., aus dem fem. von σχέδιος gebildet, in der Nähe, cominus; τύψον δὲ σχεδίην, Il. 5, 830, sc. πληγήν; auch Nic. Al. 88.

French (Bailly abrégé)

adv.
de près.
Étymologie: acc. fém. ion. de σχέδιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδίην [~ σχέδον] adv., van nabij. Il. 5.830.

Russian (Dvoretsky)

σχεδίην: adv. вблизи, на близком расстоянии (τύπτειν Hom.).

English (Autenrieth)

(ἔχω): fem. adj. as adv., near at hand, in hand to hand fight, Il. 5.830†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. τοπ. από κοντά
2. χρον. α) γρήγορα
β) αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. -ην της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδίην)].

Greek Monotonic

σχεδίην: Επικ. επίρρ. (από αιτ. θηλ. του σχέδιος
I. λέγεται για τόπο, από κοντά, επί τόπου, Λατ. cominus, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για χρόνο, αμέσως, ευθύς, γρήγορα, σε Βάβρ.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδίην: Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ σχέδιος, ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ σχεδίην, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. αὐτοσχεδόν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ταχέως, ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· παραχρῆμα, εὐθύς, ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4.

Middle Liddell

[acc. fem. of σχέδιος
I. of place, near, close at hand, Lat. cominus, Il.
II. of time, straightway, at once, Babr.