ὀδυνηρός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odyniros
|Transliteration C=odyniros
|Beta Code=o)dunhro/s
|Beta Code=o)dunhro/s
|Definition=Dor. ὀδῠν-ᾱρός, ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[painful]], ἕλκος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.91</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>231</span>; -ότατα πάθη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>525c</span>; -ότατον τραῦμα <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>160d</span>. Adv. -ρῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>609b25</span> : Comp. -ότερον Plu.2.837a. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[distressing]], γῆρας <span class="bibl">Mimn.1.5</span>; πᾶς . . ὀ. βίος ἀνθρώπων <span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>189</span>(anap.); -ότερος βίοτος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>526</span>; ὀ. πλοῦτος <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>566</span>, cf. Phld.<span class="title">Lib</span> p.15 O.; <b class="b3">ὀδυνηρόν ἐστιν</b> c. inf., <span class="bibl">Men.655</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ὀδυναρός|ὀδῠνᾱρός]], ὀδυνηρά, ὀδυνηρόν,<br><span class="bld">A</span> [[painful]], ἕλκος Pi.''P.''2.91, cf. Ar.''Ach.''231; ὀδυνηρότατα πάθη Pl.''Grg.''525c; ὀδυνηρότατον τραῦμα Jul.''Gal.''160d. Adv. [[ὀδυνηρῶς]] = [[painfully]] Arist.''HA''609b25 : Comp. ὀδυνηρότερον Plu.2.837a.<br><span class="bld">2</span> [[distressing]], γῆρας Mimn.1.5; πᾶς . . ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων E. ''Hipp.''189(anap.); ὀδυνηρότερος βίοτος Ar.''Pl.''526; ὀδυνηρὸς πλοῦτος E.''Ph.''566, cf. Phld.''Lib'' p.15 O.; <b class="b3">ὀδυνηρόν ἐστιν</b> c. inf., Men.655.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:27, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνηρός Medium diacritics: ὀδυνηρός Low diacritics: οδυνηρός Capitals: ΟΔΥΝΗΡΟΣ
Transliteration A: odynērós Transliteration B: odynēros Transliteration C: odyniros Beta Code: o)dunhro/s

English (LSJ)

Dor. ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρά, ὀδυνηρόν,
A painful, ἕλκος Pi.P.2.91, cf. Ar.Ach.231; ὀδυνηρότατα πάθη Pl.Grg.525c; ὀδυνηρότατον τραῦμα Jul.Gal.160d. Adv. ὀδυνηρῶς = painfully Arist.HA609b25 : Comp. ὀδυνηρότερον Plu.2.837a.
2 distressing, γῆρας Mimn.1.5; πᾶς . . ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων E. Hipp.189(anap.); ὀδυνηρότερος βίοτος Ar.Pl.526; ὀδυνηρὸς πλοῦτος E.Ph.566, cf. Phld.Lib p.15 O.; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.

German (Pape)

[Seite 295] schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάθη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.

Russian (Dvoretsky)

ὀδῠνηρός: дор. ὀδῠνᾱρός 3
1 причиняющий боль, болезненный, мучительный (ἕλκος Pind.; πάθος Plat.; πλῆγμα Arst.; σύγκοιτις Plut.);
2 полный мучений, страдальческий, горестный (βίος Eur.; βίοτος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, ἀλγεινός, ἕλκος Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα πάθη Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) πλήρης ὀδυνῶν, «βασανισμένος», γῆρας Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος βίοτος Ἀριστοφ. Πλ. 526· πλοῦτος Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀδυνηρός, -ά, -όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός
(εντομ.) γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ευμενίδες
αρχ.
ο πλήρης οδυνών, βασανισμένος («πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων», Ευρ.).
επίρρ...
οδυνηρώς και -ά (ΑΜ ὀδυνηρῶς)
με πόνο, με οδύνη («τίκτει φαύλως καὶ ὀδυνηρῶς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οσμηρός, τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. odynerus < οδυνηρός].

Greek Monotonic

ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, -ά, -όν,
1. αυτός που προκαλεί πόνο, οδυνηρός, ληπηρός, δυσάρεστος, σε Πίνδ., Αριστοφ.
2. βασανισμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀδῠνηρός, δοριξ ὀδῠνᾱρός, ή, όν [from ὀδῠ́νη]
1. painful, Pind., Ar.
2. painful, distressing, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

painful, causing pain, causing physical pain, giving pain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)