ὑπεραής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperais | |Transliteration C=yperais | ||
|Beta Code=u(perah/s | |Beta Code=u(perah/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπεραές, gen. έος, ([[ἄημι]]) [[blowing hard]], ἄελλα Il.11.297. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπεραές, gen. έος, (ἄημι) blowing hard, ἄελλα Il.11.297.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερᾱής: дующий с высоты или неистово (ἄελλα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».
Greek Monolingual
-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσαής, εὐαής].
Greek Monotonic
ὑπερᾱής: -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.