πολύβροχος: Difference between revisions
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />πολύ [[υγρός]], πολύ βρεγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέχω]]), [[πρβλ]]. [[ημίβροχος]]].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές<br /><b>2.</b> [[πολύπλοκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρόχος]] «[[θηλειά]], [[κόμπος]]» ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />πολύ [[υγρός]], πολύ βρεγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέχω]]), [[πρβλ]]. [[ημίβροχος]]].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές<br /><b>2.</b> [[πολύπλοκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρόχος]] «[[θηλειά]], [[κόμπος]]» ([[πρβλ]]. [[εΰβροχος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
(A), ον, (βρέχω) freshly infused several times, Dsc.1.128.6, al.
(B), ον, (βρόχος) with many nooses, E.HF1035 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 660] 1) stark benetzt, Diosc. 1, 186. – 2) mit vielen Stricken (βρόχος), Eur. Herc. F. 1035.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
très humide.
Étymologie: πολύς, βρέχω.
2ος, ον :
formé de plusieurs lacets.
Étymologie: πολύς, βρόχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύβροχος -ον [πολύς, βρόχος] met veel knopen.
Russian (Dvoretsky)
πολύβροχος: с многими петлями (πολύβροχ᾽ ἁμμάτων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύβροχος: -ον, (βρέχω) ὁ πολὺ βεβρεγμένος, Διοσκ. 1, 186. ΙΙ. (βρόχος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν βρόχων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1035.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημίβροχος].
(II)
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές
2. πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ. εΰβροχος)].
Greek Monotonic
πολύβροχος: -ον, αυτός που έχει πολλές θηλειές, σε Ευρ.