Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίκι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiki
|Transliteration C=kiki
|Beta Code=ki/ki
|Beta Code=ki/ki
|Definition=τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; [[κῖκι]] codd. Str. et Orib.), [[castor oil]], Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the [[castor oil tree]], [[Ricinus communis]], Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.
|Definition=τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; [[κῖκι]] codd. Str. et Orib.), [[castor oil]], Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the [[castor oil tree]], [[Ricinus communis]], Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also [[τῆς]] κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκι Medium diacritics: κίκι Low diacritics: κίκι Capitals: ΚΙΚΙ
Transliteration A: kíki Transliteration B: kiki Transliteration C: kiki Beta Code: ki/ki

English (LSJ)

τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; κῖκι codd. Str. et Orib.), castor oil, Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the castor oil tree, Ricinus communis, Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.

French (Bailly abrégé)

κίκεως (τό) :
ricin, arbrisseau.
Étymologie: mot égyptien selon HDT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom ( Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).

German (Pape)

εως, τό, auch κῖκι akzentuiert, der Wunderbaum, ricinus, sonst κρότων genannt, aus dessen Frucht ein abführendes Öl gepreßt wird, das auch so heißt; Her. 2.94; Plat. Tim. 60a; Strab. XVII.824 und A.

Russian (Dvoretsky)

κίκι: κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.

Greek Monolingual

το (Α κίκι και κῑκι, -εως και -ιος)
το φυτό ρίκινος
αρχ.
το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ'ικιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κικιουργός, κικιοφόρος].

Greek Monotonic

κίκι: τό, σπέρμα ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το καστορέλαιο που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.

Greek (Liddell-Scott)

κίκι: τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· ὡσαύτωςκαρπὸς τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν ἔλαιον), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς κίκι Γαλ. Γλωσσ.

Middle Liddell

the castor berry, Hdt.