ἀπεστώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apesto
|Transliteration C=apesto
|Beta Code=a)pestw/
|Beta Code=a)pestw/
|Definition=οῦς, ἡ, Ion. Noun, ([[ἄπειμι]], cf. [[εὐεστώ]]) [[absence]], ἐπαισχυνομένους τῇ ἀπεστοῖ τῆς μάχης <span class="bibl">Hdt.9.85</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>340</span>.
|Definition=οῦς, ἡ, Ion. Noun, ([[ἄπειμι]], cf. [[εὐεστώ]]) [[absence]], ἐπαισχυνομένους τῇ ἀπεστοῖ τῆς μάχης Hdt.9.85, cf. Call.''Fr.''340.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεστώ Medium diacritics: ἀπεστώ Low diacritics: απεστώ Capitals: ΑΠΕΣΤΩ
Transliteration A: apestṓ Transliteration B: apestō Transliteration C: apesto Beta Code: a)pestw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, Ion. Noun, (ἄπειμι, cf. εὐεστώ) absence, ἐπαισχυνομένους τῇ ἀπεστοῖ τῆς μάχης Hdt.9.85, cf. Call.Fr.340.

Spanish (DGE)

-οῦς, ἡ
ausencia, falta c. gen. τῆς μάχης Hdt.9.85, cf. Call.Fr.718.

German (Pape)

[Seite 288] οῦς, ἡ (ἄπειμι), Abwesenheit, Entfernung aus der Heimath, Her. 9, 85.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
éloignement, absence.
Étymologie: ἀπό, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεστώ: οῦς ἡ отсутствие, неучастие (τῆς μάχης Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεστώ: -οῦς, ἡ, (ἄπειμι· πρβλ. εὐεστώ): - Ἰων. ὄνομα, τὸ ἀπεῖναι, ἀπουσία, ἐπαισχυνομένους τῇ ἀπεστοῖ τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 85, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 340: - Ὁ Ἡσύχ., ὡσαύτως ἔχει ἀπεστύς, ύος, καὶ ἑρμηνεύει: «ἀποχώρησις».

Greek Monolingual

ἀπεστώ (-οῦς), η (Α)
απουσία, απομάκρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπεστι, γ' ενικ. πρόσ. του άπειμι «απουσιάζω» (πρβλ. ευεστώ, συνεστώ κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀπεστώ: -οῦς, ἡ (ἄπειμι, πρβλ. εὐεστώ), Ιων. όνομα, απομάκρυνση, απουσία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄπειμι, cf. εὐεστώ
a being away, absence, Hdt.