λεπιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lepidotos
|Transliteration C=lepidotos
|Beta Code=lepidwto/s
|Beta Code=lepidwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scaly]], [[δέρμα]], of the crocodile, <span class="bibl">Hdt.2.68</span>; ἰχθύες <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>505a24</span>, al.; σῶμα <span class="bibl">Paul.Aeg.6.78</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">θώρηξ λ</b>. a cuirass [[covered with scales]], <span class="bibl">Hdt.9.22</span>, cf. <span class="bibl">D.C.78.37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]] <b class="b3">λ., ὁ</b>, a fish of the Nile [[with large scales]], <span class="bibl">Hdt.2.72</span>; = [[κυπρῖνος]], Dorio ap. <span class="bibl">Ath.7.309b</span>. (Prob. [[Cyprinus bynni]].) </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> a kind of [[gem]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span> 287</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scaly]], [[δέρμα]], of the crocodile, <span class="bibl">Hdt.2.68</span>; ἰχθύες <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>505a24</span>, al.; σῶμα <span class="bibl">Paul.Aeg.6.78</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[θώρηξ]] λ. a [[cuirass]] [[covered with scales]], <span class="bibl">Hdt.9.22</span>, cf. <span class="bibl">D.C.78.37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]] <b class="b3">λ., ὁ</b>, a fish of the Nile [[with large scales]], <span class="bibl">Hdt.2.72</span>; = [[κυπρῖνος]], Dorio ap. <span class="bibl">Ath.7.309b</span>. (Prob. [[Cyprinus bynni]].) </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> a kind of [[gem]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span> 287</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῐδωτός Medium diacritics: λεπιδωτός Low diacritics: λεπιδωτός Capitals: ΛΕΠΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: lepidōtós Transliteration B: lepidōtos Transliteration C: lepidotos Beta Code: lepidwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A scaly, δέρμα, of the crocodile, Hdt.2.68; ἰχθύες Arist.HA505a24, al.; σῶμα Paul.Aeg.6.78. 2 θώρηξ λ. a cuirass covered with scales, Hdt.9.22, cf. D.C.78.37. II as substantive λ., ὁ, a fish of the Nile with large scales, Hdt.2.72; = κυπρῖνος, Dorio ap. Ath.7.309b. (Prob. Cyprinus bynni.) 2 a kind of gem, Orph.L. 287.

German (Pape)

[Seite 29] mit Schuppen versehen, schuppig, Arist. de part. anim. 4, 13 H. A. 2, 13 u. öfter, von Thieren; θώρηξ, Her. 9, 22; D. C. 78, 37. – Subst., ein großschuppiger Nilfisch, Her. 2, 72; vgl. Ath. VII, 309 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 couvert d'écailles;
2λεπιδωτός gros poisson du Nil.
Étymologie: λεπιδόω.

Russian (Dvoretsky)

λεπῐδωτός: IIчешуйчатая рыба (неизвестный нам вид нильской рыбы, считавшийся у египтян священным) Her., Plut.
покрытый чешуей, чешуйчатый (δέρμα, θώρηξ Her.): τὰ λεπιδωτά Arst. животные, покрытые чешуей.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῐδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 68· τὰ λεπιδωτά, ζῷα κεκαλυμμένα διὰ λεπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 13, κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως, θώρηξ λ., κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, φολιδωτός, Ἡρόδ. 9. 22, πρβλ. Δίωνα Κ. 78. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λεπιδωτός, ὁ, ἰχθύς τις τοῦ Νείλου ποταμοῦ ἔχων μεγάλας λεπίδας, Ἡρόδ. 2. 72· καλούμενος κυπρῖνος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309Β. ΙΙΙ. εἶδος πολυτίμου λίθου, Ὀρφ. Λιθ. 284.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπιδωτός, -ή, -όν) λεπιδούμαι
καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ.
β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά
τάξη ερπετών τών οποίων το σώμα είναι καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίων
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.λεπιδωτός
α) είδος μεγάλου ιχθύος του Νείλου που έχει μεγάλα λέπια
β) ο ιχθύς κυπρίνος
γ) είδος πολύτιμου λίθου.

Greek Monotonic

λεπῐδωτός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι καλυμμένος με λέπια, φολίδες, λέγεται για τον κροκόδειλο, σε Ηρόδ.· αυτός που προστατεύεται από φολίδες, στον ίδ.
II. ως ουσ., ψάρι του ποταμού Νείλου με μεγάλα λέπια, στον ίδ.

Middle Liddell

λεπῐδωτός, ή, όν
I. scaly, covered with scales, of the crocodile, Hdt.; of scale-armour, Hdt.
II. as substantive, a fish of the Nile with large scales, Hdt.