πολύβροχος: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyvrochos
|Transliteration C=polyvrochos
|Beta Code=polu/broxos
|Beta Code=polu/broxos
|Definition=(A), ον, ([[βρέχω]]) [[freshly infused several times]], Dsc.1.128.6, al.</span><br />(B), ον, ([[βρόχος]]) [[with many nooses]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1035</span> (lyr.).</span>
|Definition=(A), ον, ([[βρέχω]]) [[freshly infused several times]], Dsc.1.128.6, al.<br /><br />(B), ον, ([[βρόχος]]) [[with many nooses]], E.''HF''1035 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βροχος Medium diacritics: πολύβροχος Low diacritics: πολύβροχος Capitals: ΠΟΛΥΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: polýbrochos Transliteration B: polybrochos Transliteration C: polyvrochos Beta Code: polu/broxos

English (LSJ)

(A), ον, (βρέχω) freshly infused several times, Dsc.1.128.6, al.

(B), ον, (βρόχος) with many nooses, E.HF1035 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 660] 1) stark benetzt, Diosc. 1, 186. – 2) mit vielen Stricken (βρόχος), Eur. Herc. F. 1035.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
très humide.
Étymologie: πολύς, βρέχω.
2ος, ον :
formé de plusieurs lacets.
Étymologie: πολύς, βρόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύβροχος -ον [πολύς, βρόχος] met veel knopen.

Russian (Dvoretsky)

πολύβροχος: с многими петлями (πολύβροχ᾽ ἁμμάτων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύβροχος: -ον, (βρέχω) ὁ πολὺ βεβρεγμένος, Διοσκ. 1, 186. ΙΙ. (βρόχος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν βρόχων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1035.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημίβροχος].
(II)
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές
2. πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ. εΰβροχος)].

Greek Monotonic

πολύβροχος: -ον, αυτός που έχει πολλές θηλειές, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-βροχος, ον,
with many nooses, Eur.