μεταγγίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metaggizo
|Transliteration C=metaggizo
|Beta Code=metaggi/zw
|Beta Code=metaggi/zw
|Definition=fut. -ίσω <span class="title">Gp.</span>3.5.2:—[[pour from one vessel into another]], [[decant]], Dsc.1.52, Gal.11.215:—Pass., <b class="b3">μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή</b>, of the Pythag. metempsychosis, <span class="bibl">Eust.1090.32</span>.
|Definition=fut. -ίσω ''Gp.''3.5.2:—[[pour from one vessel into another]], [[decant]], Dsc.1.52, Gal.11.215:—Pass., <b class="b3">μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή</b>, of the Pythagorean [[metempsychosis]], Eust.1090.32.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγγίζω Medium diacritics: μεταγγίζω Low diacritics: μεταγγίζω Capitals: ΜΕΤΑΓΓΙΖΩ
Transliteration A: metangízō Transliteration B: metangizō Transliteration C: metaggizo Beta Code: metaggi/zw

English (LSJ)

fut. -ίσω Gp.3.5.2:—pour from one vessel into another, decant, Dsc.1.52, Gal.11.215:—Pass., μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή, of the Pythagorean metempsychosis, Eust.1090.32.

German (Pape)

[Seite 145] aus einem Gefäß in ein anderes gießen, umgießen, Diosc; auch übertr., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγγίζω: ὡς καὶ νῦν, ἀντλῶ τι ἐξ ἑνὸς ἀγγείου καὶ χύνω αὐτὸ εἰς ἕτερον, Διοσκ. 1. 62. - Παθ., μεταφορ., μεταγγισθεῖσα ἡ ψυχή, ἐπὶ τῆς Πυθαγορείου μετεμψυχώσεως, Εὐστ. 1090. 32.

Greek Monolingual

(ΑM μεταγγίζω)
μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.)
νεοελλ.
διοχετεύω υγρό
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) μεταγγίζομαι
(για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῖν καὶ τοῦτο πῶς μεταγγίζεται ἡ ψυχή εἰς πέντε σώματα», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. καταγγίζω].