πανδαμάτωρ: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pandamator | |Transliteration C=pandamator | ||
|Beta Code=pandama/twr | |Beta Code=pandama/twr | ||
|Definition=[μᾰ], ορος, ὁ, ([[δαμάω]]) the [[all-subduer]], [[all-tamer]], of [[sleep]], Il.24.5, Od.9.373; of time, πανδαμάτωρ [[χρόνος]], Simon.4.5, B.12.205, ''Epigr.Gr.''1050 (Ephesus); πανδαμάτωρ [[δαίμων]] S.''Ph.'' 1467 (anap.); [[κεραυνός]] Luc. ''Tim.''2, etc.:—pecul. fem. [[πανδαμάτειρα]], Orph.''H.''10.26, ''Epigr.Gr.''434.6 (Petra), ''IG''12(5).303 (Paros); πανδαμάτωρ μοῖρα Arist.''Pepl.''43. | |Definition=[μᾰ], ορος, ὁ, ([[δαμάω]]) the [[all-subduer]], [[all-tamer]], of [[sleep]], Il.24.5, Od.9.373; of time, πανδαμάτωρ [[χρόνος]], Simon.4.5, B.12.205, ''Epigr.Gr.''1050 (Ephesus); πανδαμάτωρ [[δαίμων]] S.''Ph.'' 1467 (anap.); [[κεραυνός]] Luc. ''Tim.''2, etc.:—pecul. fem. [[πανδαμάτειρα]], Orph.''H.''10.26, ''Epigr.Gr.''434.6 (Petra), ''IG''12(5).303 (Paros); πανδαμάτωρ [[μοῖρα]] Arist.''Pepl.''43. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:33, 17 May 2023
English (LSJ)
[μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω) the all-subduer, all-tamer, of sleep, Il.24.5, Od.9.373; of time, πανδαμάτωρ χρόνος, Simon.4.5, B.12.205, Epigr.Gr.1050 (Ephesus); πανδαμάτωρ δαίμων S.Ph. 1467 (anap.); κεραυνός Luc. Tim.2, etc.:—pecul. fem. πανδαμάτειρα, Orph.H.10.26, Epigr.Gr.434.6 (Petra), IG12(5).303 (Paros); πανδαμάτωρ μοῖρα Arist.Pepl.43.
German (Pape)
[Seite 457] ορος, ὁ, der Alles Bändigende, der Allbezwinger, vom Schlaf, Il. 24, 5 Od. 9, 373; δαίμων, Soph. Phil. 1453; χρόνος, Ep. ad. 375 b (App. 333); Herakles, Ep. ad. 286 (Plan. 99); κεραυνός, Luc. Tim. 2.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui dompte tout, qui soumet tout.
Étymologie: πᾶν, δαμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδαμάτωρ -ορος [πᾶς, δαμάω] albedwingend:. ὕπνος... πανδαμάτωρ de alles bedwingende slaap Od. 9.373.
Russian (Dvoretsky)
πανδᾰμάτωρ: ορος (μᾰ) adj. укрощающий, смиряющий всех (ὕπνος Hom.; δαίμων Soph.; κεραυνός Luc.; χρόνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω) ὁ τὰ πάντα δαμάζων, ἐπὶ τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Ω. 5, Ὀδ. Ι. 373˙ ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 5˙ πανδαμάτωρ χρόνος Βακχυλ. XII (XIII), 205 Blass, Συλλ. Ἐπιγρ. 2976˙ πανδ. Δαίμων Σοφοκλ. Φ. 1467˙ κεραυνὸς Λουκ. Τίμ. 2, κτλ.˙ - θηλ. πανδαμάτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 26, Συλλ. Ἐπιγρ. 4667˙ ἀλλὰ πανδαμάτωρ μοῖρα Ἀριστ. Ἐπίγραμμ. 44.
English (Autenrieth)
all-subduing, Il. 24.5 and Od. 9.373.
Spanish
que todo lo somete, todopoderoso
Greek Monolingual
ο, θηλ. πανδαμάτειρα, ΝΑ
(κυρίως για τον χρόνο και τον ύπνο, αλλά και για δαίμονα, θεό, κεραυνό, καθώς και για την μοίρα) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα (α. «πανδαμάτωρ χρόνος», Βακχυλ.
β. «οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δαμάτωρ (< θ. δαμα- του δάμνημι «δαμάζω», βλ. λ. δάμνημι)].
Greek Monotonic
πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], -ορος, ὁ (δαμάω), αυτός που υποτάσσει, δαμάζει τα πάντα, εξημερωτής των πάντων, σε Όμηρ., Σοφ.
Middle Liddell
παν-δᾰμᾰ́τωρ, ορος, ὁ, δαμάω
the all-subduer, all-tamer, Hom., Soph.
Mantoulidis Etymological
-ορος (=πού τά πάντα δαμάζει). Ἀπό τό πᾶς + δαμάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ que todo lo somete ref. a Hermes Μοιρῶν τε κλωστὴρ σὺ λέγῃ καὶ θεῖος Ὄνειρος, π., ἀδάμαστος tú eres llamado hilo de las Moiras y divino Sueño, que todo lo sometes, indomable P XVIIb 11