βιβλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βιβλίδιον]], το (Α)<br />μικρό [[βιβλίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Βιβλῑδιον</i> πιθ. με [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> <i>βιβλι</i>- [[ίδιον]] υποκορ. του [[βιβλίον]].
|mltxt=[[βιβλίδιον]], το (Α)<br />μικρό [[βιβλίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Βιβλῖδιον</i> πιθ. με [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> <i>βιβλι</i>- [[ίδιον]] υποκορ. του [[βιβλίον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βιβλίδιον:''' [ῑ], τό, υποκορ. του [[βίβλος]], σε Δημ., Ανθ.
|lsmtext='''βιβλίδιον:''' [ῑ], τό, υποκορ. του [[βίβλος]], σε Δημ., Ανθ.
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλίδιον Medium diacritics: βιβλίδιον Low diacritics: βιβλίδιον Capitals: ΒΙΒΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: biblídion Transliteration B: biblidion Transliteration C: vivlidion Beta Code: bibli/dion

English (LSJ)

[ῑδ], τό, Dim. of βιβλίον, D.56.1, Plb.23.2.5 (βυβλ-), SIG663.20 (Delos, iii/ii B. C.), AP12.208 (Strat.), Antiph.162: βιβλείδιον, τό, petition, Lat. libellus, POxy.1032.4 (ii A. D.), etc.; ἐπὶ βιβλειδίων = Lat. a libellis, IG14.1072:—written βυβλείδιον Demetr. Lac.Herc.1012.35F., 1013.12F.

German (Pape)

[Seite 444] τό, dim. von βιβλίς, Dem. 56, 1; Pol. 24, 2; Plut. öfter, z. B. Brut. 13; Strat. 50 (XII, 208).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιβλίδιον -ου, τό, demin. van βιβλίον, boekje.

Russian (Dvoretsky)

βιβλίδιον: (ῑ) τό книжечка или письмецо Dem. etc.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλίδιον: [ῑδ], τό, ὑποκορ. τοῦ βιβλίς, Δημ. 1283, 5, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 208, Ἀντιφ. Μύλ. 1· ὡσαύτως βιβλιδάριον, τό, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 596.

Greek Monolingual

βιβλίδιον, το (Α)
μικρό βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βιβλῖδιον πιθ. με συναίρεση < βιβλι- ίδιον υποκορ. του βιβλίον.

Greek Monotonic

βιβλίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του βίβλος, σε Δημ., Ανθ.