ὑλήεις: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylieis
|Transliteration C=ylieis
|Beta Code=u(lh/eis
|Beta Code=u(lh/eis
|Definition=[ῡ], εσσα, εν, but [[ὑλήεις]] as fem. in Od.1.246; [[ὑλήειν]] as neut., Choerob. ''in Theod.''2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. [[ὑλάεις]] (v. infr.): ([[ὕλη]]):—<br><span class="bld">A</span> [[woody]], [[wooded]], πρών Il.17.748; [[Ζάκυνθος]], [[Νήϊον]], Od.1.246, 186; [[ὄρος]], [[Ἴδη]], Hes.''Th.''484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.''Hel.''1303 (lyr.); <b class="b3">πλόος, ἀταρπὸς ὑ.</b>, [[through the wood]] or [[dense growth]], Antim.62, ''AP''10.22 (Bianor).<br><span class="bld">2</span> [[dwelling in the woods]], ib.9.524.21.
|Definition=[ῡ], [[ὑλήεσσα]], [[ὑλήεν]], but [[ὑλήεις]] as fem. in Od.1.246; [[ὑλήειν]] as neut., Choerob. ''in Theod.''2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. [[ὑλάεις]] (v. infr.): ([[ὕλη]]):—<br><span class="bld">A</span> [[woody]], [[wooded]], πρών Il.17.748; [[Ζάκυνθος]], [[Νήϊον]], Od.1.246, 186; [[ὄρος]], [[Ἴδη]], Hes.''Th.''484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.''Hel.''1303 (lyr.); <b class="b3">πλόος, ἀταρπὸς ὑ.</b>, [[through the wood]] or [[dense growth]], Antim.62, ''AP''10.22 (Bianor).<br><span class="bld">2</span> [[dwelling in the woods]], ib.9.524.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] εσσα, εν, holzig, waldig, waldreich; Hom. öfters, der es auch 2 Endgn braucht, Od. 1, 246; ἵν' ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου [[πρόβλημα]], Soph. Ai. 1197; ἀν' ὑλάεντα [[νάπη]], Eur. Hel. 1319. Auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524, 21).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] [[ὑλήεσσα]], [[ὑλήεν]], [[holzig]], [[waldig]], [[waldreich]]; Hom. öfters, der es auch 2 Endgn braucht, Od. 1, 246; ἵν' ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου [[πρόβλημα]], Soph. Ai. 1197; ἀν' ὑλάεντα [[νάπη]], Eur. Hel. 1319. Auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524, 21).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑλήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[ὑλάεις]], άεσσα, ᾶεν (ῡ; у Hom. f тж. [[ὑλήεις]]; стяж. acc. pl. n [[ὑλᾶντα]])<br /><b class="num">1</b> [[лесистый]] ([[πρών]] Hom.; [[Ἴδη]] Hes.; [[νάπη]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[обитающий в лесах]], [[лесной]] ([[Διόνυσος]] Anth.).
|elrutext='''ὑλήεις:''' [[ὑλήεσσα]], [[ὑλήεν]], дор. [[ὑλάεις]], άεσσα, ᾶεν (ῡ; у Hom. f тж. [[ὑλήεις]]; стяж. acc. pl. n [[ὑλᾶντα]])<br /><b class="num">1</b> [[лесистый]] ([[πρών]] Hom.; [[Ἴδη]] Hes.; [[νάπη]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[обитающий в лесах]], [[лесной]] ([[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλήεις''': εσσα, εν, ἀλλὰ [[ὑλήεις]] ὡς θηλ. ἐν Ὀδ. Α. 246· Δωρ. [[ὑλάεις]], συνῃρ. οὐδ. πληθ. ὑλᾶντα, ἴδε κατωτ.· (ὕλη)· - [[δασώδης]], [[δρυμώδης]], πρὼν Ἰλ. Ρ. 248· Ζάκυνθος, Νήιον Ὀδ. Α. 246, 186· [[ὄρος]], Ἴδη Ἡσιόδ. Θεογ. 484. 1010· [[πρόβλημα]] Σοφ. Αἴ. 1218· ἀν’ ὑλᾶντα [[νάπη]] Εὐρ. Ἑλ. 1303 ἀταρπός, [[πλόος]] ὑλ., διὰ μέσου δάσους, Ἀνθ. Π. 10. 22, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 54. 2) ὁ ἐν δάσει κατοικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524.
|lstext='''ὑλήεις''': [[ὑλήεσσα]], [[ὑλήεν]], ἀλλὰ [[ὑλήεις]] ὡς θηλ. ἐν Ὀδ. Α. 246· Δωρ. [[ὑλάεις]], συνῃρ. οὐδ. πληθ. ὑλᾶντα, ἴδε κατωτ.· (ὕλη)· - [[δασώδης]], [[δρυμώδης]], πρὼν Ἰλ. Ρ. 248· Ζάκυνθος, Νήιον Ὀδ. Α. 246, 186· [[ὄρος]], Ἴδη Ἡσιόδ. Θεογ. 484. 1010· [[πρόβλημα]] Σοφ. Αἴ. 1218· ἀν’ ὑλᾶντα [[νάπη]] Εὐρ. Ἑλ. 1303 ἀταρπός, [[πλόος]] ὑλ., διὰ μέσου δάσους, Ἀνθ. Π. 10. 22, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 54. 2) ὁ ἐν δάσει κατοικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[ὑλάεις]], -εσσα, -εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α<br /><b>1.</b> [[δασώδης]], σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ήεις</i>, <b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)].
|mltxt=και δωρ. τ. [[ὑλάεις]], [[ὑλήεσσα]], [[ὑλήεν]], συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α<br /><b>1.</b> [[δασώδης]], σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ήεις</i>, <b>βλ.</b> και λ. -<i>όεις</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑλήεις]], εσσα, εν [ὕλη]<br /><b class="num">1.</b> [[woody]], [[wooded]], Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a [[path]] [[through]] the [[wood]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[dwelling]] in the woods, Anth.
|mdlsjtxt=[[ὑλήεις]], [[ὑλήεσσα]], [[ὑλήεν]] [ὕλη]<br /><b class="num">1.</b> [[woody]], [[wooded]], Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a [[path]] [[through]] the [[wood]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[dwelling]] in the woods, Anth.
}}
{{trml
|trtx====[[woody]]===
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: [[boisé]]; Galician: boscoso; Greek: [[δασώδης]], [[δασωμένος]]; Ancient Greek: [[ἀλσώδης]], [[βησσήεις]], [[δασύς]], [[δασώδης]], [[δενδρήεις]], [[δενδροφόρος]], [[δενδρόφυτος]], [[δενδρώδης]], [[δρυμῶδες]], [[δρυμώδης]], [[δρυόεις]], [[δρυωτός]], [[ἔνυλος]], [[καταλσής]], [[ναπῶδες]], [[ναπώδης]], [[ξυλῶδες]], [[ξυλώδης]], [[ὑλήεις]], [[ὑλῶδες]], [[ὑλώδης]]; German: [[bewaldet]], [[waldig]]; Hungarian: erdős; Italian: [[boscoso]]; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: [[boscoso]]; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog
}}
}}

Revision as of 18:35, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλήεις Medium diacritics: ὑλήεις Low diacritics: υλήεις Capitals: ΥΛΗΕΙΣ
Transliteration A: hylḗeis Transliteration B: hylēeis Transliteration C: ylieis Beta Code: u(lh/eis

English (LSJ)

[ῡ], ὑλήεσσα, ὑλήεν, but ὑλήεις as fem. in Od.1.246; ὑλήειν as neut., Choerob. in Theod.2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. ὑλάεις (v. infr.): (ὕλη):—
A woody, wooded, πρών Il.17.748; Ζάκυνθος, Νήϊον, Od.1.246, 186; ὄρος, Ἴδη, Hes.Th.484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα S.Aj.1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.Hel.1303 (lyr.); πλόος, ἀταρπὸς ὑ., through the wood or dense growth, Antim.62, AP10.22 (Bianor).
2 dwelling in the woods, ib.9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1177] ὑλήεσσα, ὑλήεν, holzig, waldig, waldreich; Hom. öfters, der es auch 2 Endgn braucht, Od. 1, 246; ἵν' ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1197; ἀν' ὑλάεντα νάπη, Eur. Hel. 1319. Auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524, 21).

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert de bois, boisé.
Étymologie: ὕλη.

Russian (Dvoretsky)

ὑλήεις: ὑλήεσσα, ὑλήεν, дор. ὑλάεις, άεσσα, ᾶεν (ῡ; у Hom. f тж. ὑλήεις; стяж. acc. pl. n ὑλᾶντα)
1 лесистый (πρών Hom.; Ἴδη Hes.; νάπη Eur.);
2 обитающий в лесах, лесной (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλήεις: ὑλήεσσα, ὑλήεν, ἀλλὰ ὑλήεις ὡς θηλ. ἐν Ὀδ. Α. 246· Δωρ. ὑλάεις, συνῃρ. οὐδ. πληθ. ὑλᾶντα, ἴδε κατωτ.· (ὕλη)· - δασώδης, δρυμώδης, πρὼν Ἰλ. Ρ. 248· Ζάκυνθος, Νήιον Ὀδ. Α. 246, 186· ὄρος, Ἴδη Ἡσιόδ. Θεογ. 484. 1010· πρόβλημα Σοφ. Αἴ. 1218· ἀν’ ὑλᾶντα νάπη Εὐρ. Ἑλ. 1303 ἀταρπός, πλόος ὑλ., διὰ μέσου δάσους, Ἀνθ. Π. 10. 22, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 54. 2) ὁ ἐν δάσει κατοικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὑλάεις, ὑλήεσσα, ὑλήεν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α
1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση
3. φρ. «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

ὑλήεις: -εσσα, -εν (ὕλη), επίσης ὑλήεις ως θηλ.· Δωρ. ὑλάεις, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλάεντα·
1. δασώδης, δρυμώδης, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· ἄταρπος ὑλήεσσα, μέσω του δάσους, σε Ανθ.
2. αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑλήεις, ὑλήεσσα, ὑλήεν [ὕλη]
1. woody, wooded, Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a path through the wood, Anth.
2. dwelling in the woods, Anth.

Translations

woody

Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog