δυσαής: Difference between revisions
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx= | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[blowing violently]], [[stormy]] (Il.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From <b class="b3">δυσ-</b> and [[ἄημι]] with metrical lengthening. (Cf. [[ὑπεραής]], [[ἄελλα]], Λ 297). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:14, 11 February 2024
English (LSJ)
δυσαές, (ἄημι)
A ill-blowing, stormy, ἀνέμοιο δυσαέος Il.5.865; Ζεφύροιο δ. 23.200, al.: poet. gen. pl. δυσαήων for δυσαέων, Od.13.99.
2 generally, excessive, δ. κρυμός Call.Dian.115; καῦμα Q.S.13.134; κῦμα AP7.739 (Phaedim.).
II ill-smelling, of a seal, Opp.C.3.114; φάρμακα Id.H.4.662.
Spanish (DGE)
(δυσᾱής) -ές
• Morfología: [no contr. ac. δυσαέα Call.Dian.115; gen. δυσαέος Il.5.865; plu. gen. δυσαήων Od.13.99]
I 1desapacible, tormentoso de vientos καύματος ἒξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο Il.l.c., Ζέφυρος Il.23.200, Od.5.295, 12.289, cf. 13.99, Thphr.Vent.42, κρυμός D.P.669.
2 unido a un viento perjudicial o excesivo de condiciones climáticas o el oleaje κρυμός Call.l.c., Αἰγαίου κῦμα AP 7.739 (Phaedim.), καῦμα Q.S.13.134, cf. 482
•de lugares expuesto a vientos violentos αἵ τε δυσαεῖς ἐσχατιαὶ Πίνδοιο Call.Del.138.
II maloliente φάρμακα Opp.H.4.662, φώκη Opp.C.3.114.
III fig. vehemente, violento χόλος Gr.Naz.M.37.1311.
• Etimología: Comp. de δυσ- y ἄημι qq.u., c. alarg. del segundo término.
German (Pape)
[Seite 675] ές, 1) widrig wehend, entweder entgegen oder heftig wehend; Att. Prosa δύσπνοος, Scholl. Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος: ἤγουν Λιβὸς δυσπνόου, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 30 Δυσαέος· δυσπνόου. »βορέαο δυσαέος«. Wohin dies Citat gehört, ist undeutlich. Homer hat das Wort fünfmal: Odyss. 5, 295 Ζέφυρός τε δυσαής, Iliad 23, 200 Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος, Iliad. 5, 865 ἀνέμοιο δυσαέος, Odyss. 13, 99 ἀνέμων δυσαήων. Vgl. ἀκραής, ἁλιαής, ζαής, ὑπεραής u. s. Herodian. Scholl. Iliad. 11, 297. – Sp. brauchen es von κρυμός, heftige Kälte, Callim. Dian. 115; καῦμα, Qu. Sm. 13, 134; κῦμα, Phaedim. 4 (VII, 739). – 2) übel riechend; φάρμακα, Opp. C. 3, 114.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au souffle violent ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἄημι.
Russian (Dvoretsky)
δυσᾱής: (эп. gen. δυσαέος) дующий навстречу, встречный, противный, неблагоприятный (ἄνεμος Hom.; κῦμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ κακῶς πνέων, θυελλώδης ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) καθόλου, ὑπερβολικός, δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· καῦμα Κόϊντ. Σμ. 13. 134· κῦμα Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114.
Greek Monolingual
δυσαής, -ές (Α)
1. αυτός που πνέει δυνατά, θυελλώδης
2. υπερβολικός, έντονος («δυσαής κρυμός» — τσουχτερό κρύο)
3. αυτός που αποπνέει δυσοσμία.
Greek Monotonic
δυσᾱής: -ές (ἄημι), αυτός που πνέει με σφοδρότητα, θυελλώδης, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσ-αήων αντί -αέων, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: blowing violently, stormy (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From δυσ- and ἄημι with metrical lengthening. (Cf. ὑπεραής, ἄελλα, Λ 297).
Middle Liddell
δυσ-ᾱής, ές adj ἄημι
ill-blowing, stormy, of winds, Hom.; epic gen. pl. δυσ-αήων for -αέων, Od.
Frisk Etymology German
δυσαής: -ές
{dus-āḗs}
Meaning: widrig wehend, stürmisch, auch übertr. heftig; übelriechend (ep. seit Il.).
Etymology: Zusammenbildung aus δυσ- und ἄημι mit metrischer Dehnung. Ähnlich ὑπεραής (ἄελλα, Λ 297).
Page 1,426