προσλείπω: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosleipo
|Transliteration C=prosleipo
|Beta Code=proslei/pw
|Beta Code=proslei/pw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[leave on]], τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.6.<br><span class="bld">2</span> [[leave unworked]], π. ἢ συνελεῖν ''IG''7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be lacking]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.''Pol.''1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου ''IGRom.''4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).
|Definition=<span class="bld">A</span> [[leave on]], τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.6.<br><span class="bld">2</span> [[leave unworked]], π. ἢ συνελεῖν ''IG''7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be lacking]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου ''IGRom.''4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 17:32, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλείπω Medium diacritics: προσλείπω Low diacritics: προσλείπω Capitals: ΠΡΟΣΛΕΙΠΩ
Transliteration A: prosleípō Transliteration B: prosleipō Transliteration C: prosleipo Beta Code: proslei/pw

English (LSJ)

A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr. HP 4.11.6.
2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).
II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.

Greek Monolingual

Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῖπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῦ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.

Greek Monotonic

προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.

Middle Liddell

fut. ψω
to be lacking, Arist.