συνακμάζω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῦ τῷ ἐκεῖ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῖς | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῦ τῷ ἐκεῖ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῖς ὁρμαῖς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
A blossom or flourish at the same time, of plants, AP 11.417; of persons, Ἰφίτῳ σ. with Iphitus, Arist.Fr.533, cf. Plb.6.43.6, 31.26.3, Gal.15.455: abs., flourish together, Plu.TG3.
II συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων αὔξησιν rise to a great occasion, Plb.16.28.1.
German (Pape)
[Seite 997] zu gleicher Zeit blühen, zugleich in voller Kraft sein, συνακμάζουσαν ὀπώρην, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. von Menschen, übertr., zugleich auf dem höchsten Gipfel des Glückes, der Macht, des Ruhmes stehen, συνηκμακυῖα τῷ βίῳ καὶ τῇ τύχῃ τοῦΣκιπίωνος, Pol. 32, 12, 3; συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, mit Eifer bis zu einem Ziele ausharren, 16, 28, 1.
French (Bailly abrégé)
être en même temps dans toute sa force, être florissant avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀκμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ακμάζω tegelijkertijd tot bloei komen; [Luc.] 49.35; van pers. tegelijk volwassenheid bereiken; Plut. TG et CG 3.2; overdr. tijdgenoot zijn (van), met dat.. Plut. Lyc. 1.2.
Russian (Dvoretsky)
συνακμάζω:
1 вместе цвести, одновременно быть в цвету Anth.;
2 вместе процветать, быть в расцвете сил: μὴ συνακμασάντων Plut. так как расцвет деятельности их (каждого из Гракхов) относится к разным временам; Ἰφίτῳ συνακμάσαι λέγουσιν αὐτόν Plut. говорят, что он (Ликург) был современником Ифита;
3 напрягать все силы, всячески добиваться: σ. ταῖς ὁρμαῖς πρός τι Polyb. прилагать все усилия к достижению чего-л.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ακμή μου συγχρόνως με κάποιον άλλο («μὴ συνακμασάντων μηδὲ συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», Πλούτ.)
2. (για φυτά) ανθώ, θάλλω συγχρόνως
μσν.
παλιώνω μαζί με κάτι άλλο («τὸ ἔνδυμα συνακμάζει αὐτοῦ τῷ ἐκεῖ βίῳ», Νείλ.)
αρχ.
φρ. «συνακμάζειν ταῖς ὁρμαῖς» — το να είναι κάτι στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για κάτι (Πολ.).
Greek Monotonic
συνακμάζω: μέλ. -σω, ακμάζω, ανθώ συγχρόνως, λέγεται για φυτά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
συνακμάζω: ἀκμάζω συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., μετὰ τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., ἀκμάζω ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. συνακμάζω ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 16. 28, 1.