Μαίανδρος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Maiandros | |Transliteration C=Maiandros | ||
|Beta Code=*mai/andros | |Beta Code=*mai/andros | ||
|Definition=ὁ, ''Maeander'', a river of Caria, Il.2.869, Hes.''Th.''339; noted for its windings, Hdt.2.29:—Adj. Μαιάνδριος, α, ον<br><span class="bld">A</span>, πέδιον D.P.837, etc.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[winding]], <b class="b3">μαιάνδρους πολλοὺς ἑλίττει</b>, of water, Philostr.''Im.''1.9; [[winding pattern]], Aristeas 66, Str.12.8.15, J.''AJ''12.2.10. | |Definition=ὁ, ''Maeander'', a river of Caria, Il.2.869, Hes.''Th.''339; noted for its windings, [[Herodotus|Hdt.]]2.29:—Adj. Μαιάνδριος, α, ον<br><span class="bld">A</span>, πέδιον D.P.837, etc.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[winding]], <b class="b3">μαιάνδρους πολλοὺς ἑλίττει</b>, of water, Philostr.''Im.''1.9; [[winding pattern]], Aristeas 66, Str.12.8.15, J.''AJ''12.2.10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
ὁ, Maeander, a river of Caria, Il.2.869, Hes.Th.339; noted for its windings, Hdt.2.29:—Adj. Μαιάνδριος, α, ον
A, πέδιον D.P.837, etc.
II metaph., winding, μαιάνδρους πολλοὺς ἑλίττει, of water, Philostr.Im.1.9; winding pattern, Aristeas 66, Str.12.8.15, J.AJ12.2.10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le Méandre (auj. Büyük Menderes), fl. de Carie, célèbre par ses sinuosités.
Étymologie: Μαῖα, ἀνήρ -- DELG -.
Russian (Dvoretsky)
Μαίανδρος: ὁ Мэандр
1 река в сев. Карии, чрезвычайно извилистая Hom. etc.;
2 Plut. = Μαιάνδριος II.
Greek (Liddell-Scott)
Μαίανδρος: ὁ, ποταμὸς τῆς Καρίας, Ἰλ. Β. 869, Ἡσ. Θ. 339· ἐπίσημος διὰ τοὺς ἑλιγμοὺς αὐτοῦ, Ἡρόδ. 2. 29· - ἐπίθ. Μαιάνδριος, α, ον, Διον. Π. 837, κτλ. II. μεταφορ., ἑλιγμός, μαιάνδρους πολλοὺς ἑλίττει, ἐπὶ ὕδατος ἢ ῥύακος, Φιλόστρ. 776· πλῆρες ἑλιγμῶν κόσμημα ἢ σχέδιον, Λατ. maeandrus, σκολιὸς ὢν (ὁ Μαίανδρος δηλ.) εἰς ὑπερβολὴν ὥστε ἐξ ἐκείνου τὰς σκολιότητας ἁπάσας μαιάνδρους καλεῖσθαι Στράβ. 577· ἐπὶ δὲ τῆς τραπέζης μαίανδρον ἐξέγλυψαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 8.
English (Autenrieth)
the Maeander, the river of many windings that flows into the sea near Milētus, Il. 2.869†.
Greek Monotonic
Μαίανδρος: ὁ,
I.Μαίανδρος, ποταμός της Καρίας (Μ. Ασία), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II.μεταφ., περιελισσόμενο γεωμετρικό σχέδιο διακόσμησης, σε Στράβ.
Middle Liddell
Μαίανδρος, ὁ,
I. Maeander, a river of Caria, Il., Hdt.
II. metaph. a winding pattern, Strab.