τρόπαλις: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τροπαλλίς]], - | |mltxt=και [[τροπαλλίς]], -ίδος, και [[τρόπαλις]] και αττ. τ. [[τρόπηλις]] και, [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α<br />[[δέσμη]], [[δεμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. [[τροπαλλίς]] <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αλ</i>- με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος- ([[πρβλ]]. [[θαμνίς]]). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>τροπᾱλίς</i>, [[γιατί]] ο [[στίχος]] υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
ιδος, ἡ, bundle, bunch, σκορόδων τ. a bunch of garlic, Ar. Ach.813 (Megar.). (Dor. for τρόπηλις, which is given with this accent by Hdn.Gr.1.91; but in Ar. l.c. codd. RAΓ have τροπαλλίδος and Suid. τροφαλλίδος:—cf. τριοπηλίς and τριτοπηλίς.)
French (Bailly abrégé)
c. τρόπηλις.
Greek Monolingual
και τροπαλλίς, -ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α
δέσμη, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + υγρό ένθημα -αλ- με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. θαμνίς). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε τροπᾱλίς, γιατί ο στίχος υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
Greek Monotonic
τρόπᾱλις: -ιδος, ἡ, δεσμίδα, δεμάτι, σκορόδων τρόπαλις, δεσμίδα σκόρδων, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόπαλις -ιδος, ἡ [τρέπω] Dor. bundel, streng:. σκορόδων τρόπαλις streng knoflook Aristoph. Ach. 81.
Middle Liddell
τρόπᾱλις, ιδος, ἡ,
a bundle, bunch, σκορόδων τρ. a bunch of garlic, Ar. [deriv. uncertain]