προσκαθίστημι: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskathistimi | |Transliteration C=proskathistimi | ||
|Beta Code=proskaqi/sthmi | |Beta Code=proskaqi/sthmi | ||
|Definition=[[supply]] labour [[besides]], τὰ ἐλλείποντα σώματα ''PPetr.''2p.7 (iii B.C.); [[appoint besides]], στρατηγόν D.S.13.80, cf. Plu. ''Num.''7:—also in aor.Med., <b class="b3">καινὰ ἕτερα [τέλη]</b> D.C.66.8, etc.; [[arrange besides]], τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο Id.42.46. | |Definition=[[supply]] labour [[besides]], τὰ ἐλλείποντα σώματα ''PPetr.''2p.7 (iii B.C.); [[appoint besides]], στρατηγόν [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.80, cf. Plu. ''Num.''7:—also in aor.Med., <b class="b3">καινὰ ἕτερα [τέλη]</b> D.C.66.8, etc.; [[arrange besides]], τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο Id.42.46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:40, 27 March 2024
English (LSJ)
supply labour besides, τὰ ἐλλείποντα σώματα PPetr.2p.7 (iii B.C.); appoint besides, στρατηγόν D.S.13.80, cf. Plu. Num.7:—also in aor.Med., καινὰ ἕτερα [τέλη] D.C.66.8, etc.; arrange besides, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο Id.42.46.
German (Pape)
[Seite 767] (s. ἵστημι), noch dazu einsetzen, τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι τρίτον προσκατέστησεν, Plut. Num. 7; auch = in seine Gewalt bringen, LXX.
French (Bailly abrégé)
f. προσκαταστήσω, ao. προσκατέστησα, etc.
établir ou instituer en outre : τινί, outre qqn ou qch.
Étymologie: πρός, καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-καθίστημι naast... aanstellen, met acc. en dat.: τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι Διὸς καὶ Ἄρεως τρίτον Ῥωμύλου προσκατέστησεν naast de al bestaande priesters van Zeus en Mars stelde hij als derde een priester van Romulus aan Plut. Num. 7.9.
Russian (Dvoretsky)
προσκαθίστημι: сверх того ставить, дополнительно назначать (τοῖς οὖσι ἱερεῦσι τρίτον Plut.; ἄλλον στρατηγόν Diod.).
Greek Monolingual
Α καθίστημι
1. καθιστώ, διορίζω επί πλέον («προσκαθίστημι στρατηγόν», Διόδ.)
2. διευθετώ, τακτοποιώ επί πλέον
3. συγκαταριθμώ, συνυπολογίζω («ἐνόχους ἐν τούτῳ προσκατακτήσας καὶ τοὺς ἐμοὺς κληρονόμους», πάπ.).
Greek Monotonic
προσκαθίστημι: μέλ. -στήσω, στήνω, βάζω δίπλα, διορίζω επιπλέον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαθίστημι: καθιστῶ, διορίζω προσέτι, στρατηγὸν Διόδ. 13. 80, Πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 7· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Δίων Κ. 66. 8, κτλ.· τακτοποιῶ, διευθετῶ προσέτι, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο ὁ αὐτ. 42. 46.