ὑπόψαμμος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypopsammos
|Transliteration C=ypopsammos
|Beta Code=u(po/yammos
|Beta Code=u(po/yammos
|Definition=ὑπόψαμμον, like [[ὕφαμμος]], [[having sand under]] or [[having sand in]] it, [[sandy]], [[γῆ]] ὑποψαμμοτέρη [[somewhat]] [[sandy]], Hdt.2.12, cf. Paus.4.36.5; τὸ ἀραιὸν καὶ ὑ. Ephor.65(c) J.; [[λίμνη]] X.''HG''3.2.19; [[θάλαττα]] Plu. ''Pomp.''78.
|Definition=ὑπόψαμμον, like [[ὕφαμμος]], [[having sand under]] or [[having sand in]] it, [[sandy]], [[γῆ]] ὑποψαμμοτέρη [[somewhat]] [[sandy]], [[Herodotus|Hdt.]]2.12, cf. Paus.4.36.5; τὸ ἀραιὸν καὶ ὑ. Ephor.65(c) J.; [[λίμνη]] X.''HG''3.2.19; [[θάλαττα]] Plu. ''Pomp.''78.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόψαμμος Medium diacritics: ὑπόψαμμος Low diacritics: υπόψαμμος Capitals: ΥΠΟΨΑΜΜΟΣ
Transliteration A: hypópsammos Transliteration B: hypopsammos Transliteration C: ypopsammos Beta Code: u(po/yammos

English (LSJ)

ὑπόψαμμον, like ὕφαμμος, having sand under or having sand in it, sandy, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.2.12, cf. Paus.4.36.5; τὸ ἀραιὸν καὶ ὑ. Ephor.65(c) J.; λίμνη X.HG3.2.19; θάλαττα Plu. Pomp.78.

German (Pape)

[Seite 1240] wie ὕφαμμος, unterwärts Sand habend, mit Sand untermischt; λίμνη Xen. Hell. 3, 2,19; compar., Her. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mêlé de sable;
2 ensablé;
Cp. ὑποψαμμότερος.
Étymologie: ὑπό, ψάμμος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόψαμμος:
1 смешанный с песком, песчаный: γῆ ὑποψαμμοτέρη Her. супесчаная почва;
2 занесенный песком (λίμνη Xen.);
3 изобилующий песчаными мелями, т. е. мелководный (θάλαττα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόψαμμος: -ον, ὡς τὸ ὕφαμμος, ὁ ἔχων ἄμμον ὑποκάτω, ἀμμώδης, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κἄπως ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Παυσ. 4. 36, 3· τὸ ἀραιὸν καὶ ὑπ. Πλούταρχ. 2. 898Β· λίμνη Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· θάλαττα Πλουτ. Πομπ. 78.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ανάμικτος με άμμο
2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].

Greek Monotonic

ὑπόψαμμος: -ον, αυτός που από κάτω του έχει άμμο, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κάπως αμμώδης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπό-ψαμμος, ον,
having sand under, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.