ἀνδραγαθίζομαι: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἀγαθός]]<br />Dep. to act [[bravely]], [[honestly]], [[play]] the [[honest]] man, Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἀγαθός]]<br />Dep. to act [[bravely]], [[honestly]], [[play]] the [[honest]] man, Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[probitatis nomen sectari]]'', to [[follow the reputation for integrity]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.63.2/ 2.63.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.40.4/ 3.40.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:32, 16 November 2024
English (LSJ)
aor. ἀνδραγαθίσασθαι App.BC5.101:—act uprightly, εἴ τις ἀπραγμοσύνη -ίζεται if any one thinks to sit at home and play the honest man, Th.2.63; ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀ. Id.3.40, cf. Arist.VV1250b4.
Spanish (DGE)
1 sent. irón. hacerse el bueno, el virtuoso εἴ τις καὶ τόδε ἐν τῷ παρόντι δεδιὼς ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται Th.2.63, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι Th.3.40, ἀκινδύνως ἀνδραγαθίζεσθαι D.C.60.30.5.
2 portarse como un hombre, obrar rectamente ἔστι δὲ ἀνδρείας καὶ τὸ πονεῖν καὶ καρτερεῖν καὶ [αἱρεῖσθαι] ἀνδραγαθίζεσθαι Arist.VV 1250b4, cf. App.BC 5.101.
3 obrar valerosamente Ph.2.132, 298.
German (Pape)
[Seite 216] sich als braver, guter Mann zeigen, Thuc. 2, 63. 3, 40, ἀπραγμοσύνῃ -ίζεται, er will ohne zu handeln brav sein.
French (Bailly abrégé)
c. ἀνδραγαθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: Thuc., Arst. = ἀνδραγαθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: ἀόρ. ἀνδραγαθίσασθαι Ἀππ. Ἐμφ. Πόλ. 5. 101: -ἀποθ.: φέρομαι γενναιοπρεπῶς, ὡς ἁρμόζει εἰς γενναῖον ἄνδρα, εἴ τις ... ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται, εἴ τις ... ὑπὸ ἀπραγμοσύνης ἀνδραγαθίαν ἐπιδείκνυται, Θουκ. 2. 63· ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι ὁ αὐτ. 3. 40· ἔτι δὲ ἀνδρείας ἐστὶ καὶ τὸ πονεῖν καὶ καρτερεῖν καὶ αἱρεῖσθαι ἀνδραγαθίζεσθαι Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακιῶν 4. 4.
Greek Monolingual
(Α ἀνδραγαθίζομαι)
ανδραγαθώ, κάνω ανδραγάθημα
αρχ.
είμαι ή εμφανίζομαι ως γενναίος, παριστάνω το παληκάρι.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: (ἀνήρ, ἀγαθός), ενεργώ, πράττω γενναία, με τιμιότητα, ενεργώ ως τίμιος άνδρας, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀνήρ, ἀγαθός
Dep. to act bravely, honestly, play the honest man, Thuc.
Lexicon Thucydideum
probitatis nomen sectari, to follow the reputation for integrity, 2.63.2, 3.40.4.