στραγγαλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(b)
(38)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στραγγαλίζω]]<br />η [[θανάτωση]] με [[περίσφιγξη]] του λαιμού του θύματος με τα χέρια, με [[σχοινί]] ή με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[περίσφιγξη]] του περιεχομένου ανατομικού πόρου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> η [[σύσφιγξη]] σχοινιών με [[στραγγάλη]]<br /><b>3.</b> [[συγκράτηση]] χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα<br /><b>4.</b> [[διαστρέβλωση]], [[παραποίηση]] («[[στραγγαλισμός]] της αλήθειας»)<br /><b>5.</b> [[καταπάτηση]], [[παραβίαση]] («[[στραγγαλισμός]] τών δικαιωμάτων»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[εμβέλεια]] στραγγαλισμού»<br /><b>φυσ.</b> η [[ελαφρά]] [[διακύμανση]] που παρατηρείται [[συχνά]] στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων της ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο [[μέσον]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλισμός Medium diacritics: στραγγαλισμός Low diacritics: στραγγαλισμός Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: strangalismós Transliteration B: strangalismos Transliteration C: straggalismos Beta Code: straggalismo/s

English (LSJ)

ὁ,=

   A strangulatus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στραγγαλίζω
η θανάτωση με περίσφιγξη του λαιμού του θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο
νεοελλ.
1. ιατρ. περίσφιγξη του περιεχομένου ανατομικού πόρου
2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη
3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα
4. διαστρέβλωση, παραποίησηστραγγαλισμός της αλήθειας»)
5. καταπάτηση, παραβίασηστραγγαλισμός τών δικαιωμάτων»)
6. φρ. «εμβέλεια στραγγαλισμού»
φυσ. η ελαφρά διακύμανση που παρατηρείται συχνά στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων της ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο μέσον.