ἰσομήκης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isomikis | |Transliteration C=isomikis | ||
|Beta Code=i)somh/khs | |Beta Code=i)somh/khs | ||
|Definition=ἰσομήκες, [[equal in length]], Arist.''HA''506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, [[having a common factor]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 546c. | |Definition=ἰσομήκες, [[equal in length]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, [[having a common factor]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 546c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
ἰσομήκες, equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.
German (Pape)
[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομήκης: имеющий одинаковую длину Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.
Greek Monolingual
-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιομήκης, στενομήκης].
Greek Monotonic
ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.