λεπτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptourgos
|Transliteration C=leptourgos
|Beta Code=leptourgo/s
|Beta Code=leptourgo/s
|Definition=λεπτουργόν, [[producing fine work]], especially in wood, D.S.17.115 (as [[substantive]]), ''Edict.Diocl.''7.3; τέκτων λ. ''PMasp.''158.6 (vi A.D.).
|Definition=λεπτουργόν, [[producing fine work]], especially in wood, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.115 (as [[substantive]]), ''Edict.Diocl.''7.3; τέκτων λ. ''PMasp.''158.6 (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργός Medium diacritics: λεπτουργός Low diacritics: λεπτουργός Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: leptourgós Transliteration B: leptourgos Transliteration C: leptourgos Beta Code: leptourgo/s

English (LSJ)

λεπτουργόν, producing fine work, especially in wood, D.S.17.115 (as substantive), Edict.Diocl.7.3; τέκτων λ. PMasp.158.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 31] fein arbeitend, feine Arbeit machend, bes. Tischler u. Drechsler, neben ἀρχιτέκτων, D. Sic. 17, 115 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

λεπτουργός:отличный мастер (ἀρχιτέκτονες καὶ λεπτουργοί Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, κυρίως εἰς ξύλον, κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115.

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ λεπτουργός, -όν)
1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα
2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, τεχνουργός].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό λεπτός τοῦ λέπω + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι.
Παράγωγα: λεπτουργῶ, λεπτουργία.