δαίτη: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0516.png Seite 516]] ἡ, = [[δαίς]], Il. 10, 217 Od. 3, 44. 7, 50; – auch Sp. D., Opp. H. 2, 251, von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0516.png Seite 516]] ἡ, = [[δαίς]], Il. 10, 217 Od. 3, 44. 7, 50; – auch Sp. D., Opp. H. 2, 251, von Tieren, wie Nic. Al. 379. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 05:30, 27 October 2023
English (LSJ)
ἡ, poet. for δαίς, feast, banquet, Il.10.217 (pl.), Od.3.44, A.R.2.761, Call.Aet.1.1.5; of beasts, Opp.H.2.251, Nic.Al.380.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 banquete ἐν δαίτῃσι καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσται Il.10.217, δήεις ... βασιλῆας δαίτην δαινυμένους Od.7.50, τάς (cód.) τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας E.Fr.472.12, ἐς δαίτην ἐκάλεσσεν ὁμηθέας Call.Fr.178.5, cf. 102, δαίτην ἀμφίεπον A.R.2.761, cf. Hsch.
•banquete de celebración religiosa εὔχεω ... Ποσειδάωνι ἄνακτι· τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε δεῦρο μολόντες Od.3.44, γάμου δ. banquete de bodas Babr.32.9.
2 alimento, comida δαίτην ἀπερεύγεται αἱματόεσσαν Nic.Al.380, de anim. (ἄρκτοι) μαιόμεναι δαίτην ἀνεμώλιον Opp.H.2.251.
• Etimología: Doblete en -τη de δαίς q.u.
German (Pape)
[Seite 516] ἡ, = δαίς, Il. 10, 217 Od. 3, 44. 7, 50; – auch Sp. D., Opp. H. 2, 251, von Tieren, wie Nic. Al. 379.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
festin, banquet.
Étymologie: δαίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαίτη -ης, ἡ [1. δαίομαι] (gemeenschappelijke) maaltijd, banket.
Russian (Dvoretsky)
δαίτη: ἡ Hom. = δαίς 1.
English (Autenrieth)
= δαίς: δαίτηθεν, from the feast, Od. 10.216.
Greek Monolingual
δαίτη, η (Α)
Ι. 1. η δαις
2. (για θεωρία) η βορά
II. επίρρ. δαίτηθεν
από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δαις που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) -tā].
Greek Monotonic
δαίτη: ἡ, ποιητ. αντί δαίς, γλέντι, συμπόσιο, συνεστίαση, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
δαίτη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ δαίς, συμπόσιον, «τραπέζι», Ἰλ. Υ. 217· ἐπὶ θηρίων, Ὀππ. Ἁλ. 2. 251, Νίκ. Ἀλ. 380.