κύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[κυρόω]], πού παράγεται ἀπό τό [[κῦρος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=Ἀπό τό [[κυρόω]], πού παράγεται ἀπό τό [[κῦρος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[decretum]]'', [[decree]], [[resolution]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.103.4/ 6.103.4],<br>''[[nihil decernebatur]]'', [[nothing was decreed]].
}}
}}

Latest revision as of 13:47, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρωσις Medium diacritics: κύρωσις Low diacritics: κύρωσις Capitals: ΚΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: kýrōsis Transliteration B: kyrōsis Transliteration C: kyrosis Beta Code: ku/rwsis

English (LSJ)

[ῡ], εως, ἡ, ratification, Th.6.103, Sammelb.4512 (ii B.C.), etc.; τῶν λεγομένων J.AJ4.8.44; πᾶσα… ἡ κ. διὰ λόγων ἐστί Pl. Grg.450b.

German (Pape)

[Seite 1538] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung; κ. μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc. 6, 103; πᾶσαπρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung, διὰ λόγων ἐστίν Plat. Gorg. 450 b; öfters bei Sp., wie Ios., ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sanction.
Étymologie: κυρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρωσις -εως, ἡ [κυρόω] bekrachtiging (van een verdrag). effect:. πᾶσα... ἡ κύρωσις διὰ λόγων ἐστί alles wat zij (retorica) bereikt gaat door middel van woorden Plat. Grg. 450b.

Russian (Dvoretsky)

κύρωσις: εως (ῡ) ἡ
1 решение, согласие, соглашение (κ. οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc.);
2 суть, сущность (πᾶσαπρᾶξις καὶ ἡ κ. τῆς ῥητορικῆς Plat.).

Greek Monotonic

κύρωσις: [ῡ], -εως, ἡ (κυρόω), επικύρωση, γνησιότητα, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κύρωσις: ῦ, εως, ἡ, (κυρόω) ἐπικύρωσις, Θουκ. 6. 103, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 44, κτλ.· πᾶσα… ἡ κ. διὰ τῶν λόγων ἐστὶ Πλάτ. Γοργ. 450Β.

Middle Liddell

κύ¯ρωσις, εως κυρόω
a ratification, Thuc., Plat.

English (Woodhouse)

ratification

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κυρόω, πού παράγεται ἀπό τό κῦρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

decretum, decree, resolution, 6.103.4,
nihil decernebatur, nothing was decreed.