ἀμφιπέλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[float]] [[around]], of [[music]], Od.
|mdlsjtxt=Dep. to [[float]] [[around]], of [[music]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπέλομαι Medium diacritics: ἀμφιπέλομαι Low diacritics: αμφιπέλομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΛΟΜΑΙ
Transliteration A: amphipélomai Transliteration B: amphipelomai Transliteration C: amfipelomai Beta Code: a)mfipe/lomai

English (LSJ)

hover, float around, of music, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται Od.1.352; encompass, Sammelb.5829.16.

Spanish (DGE)

encontrarse alrededor, rodear (ἀοιδή) ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται (el canto) que resulte más nuevo a quienes lo escuchan, Od.1.352, ἀμφιπέλοιτο κόνις SB 5829.16.

German (Pape)

[Seite 141] (s. πέλομαι), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
se trouver ou flotter autour de, τινι.
Étymologie: ἀμφί, πέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπέλομαι: носиться вокруг, кружиться (τινι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπέλομαι: ἀποθ. ὑπάρχω, εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.

English (Autenrieth)

be about one, ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, the newest song to ‘meet their ears,’ Od. 1.352†. Cf. ἀμφιέρχομαι.

Greek Monolingual

ἀμφιπέλομαι (Α)
(για μουσική)
περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»].

Greek Monotonic

ἀμφιπέλομαι: αποθ., λέγεται για μουσική, ηχώ τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Dep. to float around, of music, Od.