καταλαμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katalampteos | |Transliteration C=katalampteos | ||
|Beta Code=katalampte/os | |Beta Code=katalampte/os | ||
|Definition=α, ον, Ion. for [[καταληπτέος]], to [[be arrested]], [[θανάτῳ]] by death, Hdt.3.127. | |Definition=α, ον, Ion. for [[καταληπτέος]], to [[be arrested]], [[θανάτῳ]] by death, [[Herodotus|Hdt.]]3.127. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
α, ον, Ion. for καταληπτέος, to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.
Russian (Dvoretsky)
καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.
Greek Monotonic
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.
Middle Liddell
καταλαμπτέος, η, ον [from καταλαμβάνω [ionic for καταληπτέος,]
to be arrested, Hdt.