ἀντίβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
mNo edit summary
m (Text replacement - ",," to ",")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[βίη]]): [[hostile]], only ἀντιβιοις [[ἐπέεσσι]], Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, [[with]] verbs of combating, Il. 3.20,, Il. 11.386; [[also]] [[ἀντιβίην]], *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)
|auten=([[βίη]]): [[hostile]], only ἀντιβιοις [[ἐπέεσσι]], Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, [[with]] verbs of combating, Il. 3.20, Il. 11.386; [[also]] [[ἀντιβίην]], *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:06, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίβῐος Medium diacritics: ἀντίβιος Low diacritics: αντίβιος Capitals: ΑΝΤΙΒΙΟΣ
Transliteration A: antíbios Transliteration B: antibios Transliteration C: antivios Beta Code: a)nti/bios

English (LSJ)

ἀντιβία, ἀντίβιον, also ος, ον: (βία):—
A opposing force to force: as adjective in Hom. only in the phrase ἀντιβίοις ἐπέεσσι with wrangling words, Il.1.304, Od.18.415, etc.; ἀντίβιος ὅμιλος hostile, Tryph.624.
b Subst., enemy, Jul.Caes.319b (anap.), Nonn. D. 2.508, al., Opp.H.5.114.
2 as adverb, ἀντίβιον, = ἀντιβίην (facing, in front of), ἀντίβιον μαχέσασθαι Il.3.20; Μενελάῳ ἀντίβιον.. πολεμίζειν ib.435; εἰ μὲν ἀντίβιον.. πειρηθείης 11.386.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Nonn.D.39.394]
1 enfrentado, hostil τώ γ' ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν Il.1.304, ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Od.18.415, ἀντίβιος ὅμιλος Triph.624, νηυσὶ δ' ἐπ' ἀντιβίοισιν ἐπέτρεχε Nonn.D.39.394
subst. enemigo ἀντιβίοισι τύραννε h.Mart.8.5, ἀντιβίους κακὰ πόλλ' ἔρξαι Iul.Caes.319b, κατ' ἀντιβίοιο δὲ πέμπων ἠθάδα πυρσόν Nonn.D.2.508, ὅτε ἀντιβίοισι ἐμπελάσῃ Opp.H.5.114.
2 adv. ἀντίβιον = frente a frente μαχέσασθαι Il.3.20, Μενελάῳ ἀ. ... πολεμίζειν Il.3.435, εἰ μὲν ... πειρηθείης Il.11.386.

German (Pape)

[Seite 250] (βία), Gewalt gegen, Gewalt setzend, entgegenkämpfend, Hom. ἀντιβίοισιν ἐπέεσσι μάχεσθαι, καθάπτεσθαι, Il. 1, 304 Od. 18, 415; adverbial, ἀντίβιον μάχεσθαι Il. 3, 20 u. öfter; ἀντιβίᾳ in Prosa.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adverse, contraire ; adv. • ἀντίβιον IL en face ; acc. fém. ion. • ἀντιβίην IL en face de, contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, βία.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίβιος: враждебный, неприязненный (ἔπεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίβιος: -α, -ον, ὡσαύτως -ος, ον (βία): ὁ ἀντιτάσσων βίαν ἐναντίον βίας: ὡς ἐπίθ. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἀντιβίοισι μαχησαμένῳ ἐπέεσσιν, «ἐναντίοις, ὅ ἐστι στασιαστικοῖς λόγοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 304, Ὀδ. Σ. 415, κτλ· οὕτως, ἀντ. ὅμιλος, ἐχθρικός, Τρυφ. 624. 2) ὡς ἐπίρρ., ἀντίβιον = ἀντιβίην, ἀντ. μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 20· Μενελάῳ ἀντίβιον ... πολεμίζειν αὐτ. 435· εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον ... πειρηθείης Λ. 386.

English (Autenrieth)

(βίη): hostile, only ἀντιβιοις ἐπέεσσι, Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, with verbs of combating, Il. 3.20, Il. 11.386; also ἀντιβίην, *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)

Greek Monolingual

ἀντίβιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) βία
1. αυτός που αντιτάσσει βία στη βία
2. εχθρικός
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίβιον
αντιβίην.

Greek Monotonic

ἀντίβῐος: -α, -ον και -ος, -ον (βία), αυτός που αντιτάσσει βία στη βία, ἀντιβίοις ἐπέεσσι, με φιλέριδα λόγια, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = ἀντιβίην, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[βία]
opposing force to force, ἀντιβίοις ἐπέεσσι = with wrangling words, Hom.:—neut. as adv. = ἀντιβίην, Il.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀντιτάσσει βία ἐνάντια στή βία). Ἀπό τό ἀντί + βία. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. ἀντιβίην (=ἐνάντια, κατά πρόσωπο).