χρεωκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρεωκοπέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обманным образом убавлять или снимать задолженность]] (ἐν τῷ δανείζειν χ. Plut.): ὃ οὗ γράφει λαμβάνων [[ἔλαττον]] χρεωκοπεῖται Plut. тот, кто получает меньше, чем значится в долговой расписке, является жертвой обмана со стороны должника;<br /><b class="num">2</b> перен. [[обманывать]], [[тайно присваивать себе]] (τι Plut.).
|elrutext='''χρεωκοπέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обманным образом убавлять или снимать задолженность]] (ἐν τῷ δανείζειν χ. Plut.): ὃ οὗ γράφει λαμβάνων [[ἔλαττον]] χρεωκοπεῖται Plut. тот, кто получает меньше, чем значится в долговой расписке, является жертвой обмана со стороны должника;<br /><b class="num">2</b> перен. [[обманывать]], [[тайно присваивать себе]] (τι Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=[[χρεωκοπώ]] και [[χρεοκοπώ]] / [[χρεωκοπῶ]] και [[χρεοκοπῶ]], [[χρεοκοπέω]], ΝΑ [[χρεωκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδυνατώ]] να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, [[κηρύσσω]] [[πτώχευση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκπίπτω]] ηθικώς, [[χάνω]] την ισχύ και το [[κύρος]] μου, [[αποτυγχάνω]], [[φαλίρω]] («πέτυχε ως [[σύζυγος]] [[αλλά]] χρεωκόπησε ως [[πατέρας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαγράφω]] τα χρέη μου [[χωρίς]] να τά έχω πληρώσει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακρατώ]], [[κατακρατώ]] [[κάτι]] με δόλιο τρόπο<br />β) [[μειώνω]] [[κάτι]] στο ελάχιστο<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[χρεωκοποῦμαι]], [[χρεωκοπέομαι]]<br />α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν<br />β) απογοητεύομαι.
}}
}}

Revision as of 21:16, 17 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωκοπέω Medium diacritics: χρεωκοπέω Low diacritics: χρεωκοπέω Capitals: ΧΡΕΩΚΟΠΕΩ
Transliteration A: chreōkopéō Transliteration B: chreōkopeō Transliteration C: chreokopeo Beta Code: xrewkope/w

English (LSJ)

cut down a debt, defraud one's creditors, Plu.2.829c, Str.8.3.29, Ph.1.345: metaph., πολλῶν θανάτων ὀφειλήματα D.S.38/9.8 χ. τὸν λόγον Plu.2.764a; withhold fraudulently, μέρος ἥμισυ ib. 968d; minimize, τι τῆς διδασκαλίας S.E.M.6.6; cut down, Vett.Val.137.13, al.:—Pass., to be cheated or be defrauded, Plu.2.829c, Phalar.Ep.81.2; to be disappointed, Herm. ap. Stob.1.49.44. (It is uncertain whether χρεοκοπέω or χρεωκοπέω should be read: v. χρεοκοπέω.)

German (Pape)

[Seite 1371] att. = χρεοκοπέω, a) die Schulden abhauen, abschneiden, d. i. sie vermindern od. ganz aufheben, sie unbezahlt lassen. – b) übertr., betrügerisch verkürzen, entziehen, Plut. de aer. al. vit. 5, oft. – Pass. betrogen werden, Plut. a. a. O., Phalar. ep. 65.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωκοπέω: κόπτω τὰ χρέη, διαγράφω αὐτὰ χωρὶς νὰ τὰ πληρώνω, Λατ. novas tabulas facere, Πλούτ. 2. 829C· ― μεταφορ., χρ. τὸν λόγον αὐτόθι 764Α· χρ. μέρος ἥμισυ αὐτόθι 968D. ― Παθ., ἐξαπατῶμαι, κλέπτομαι, αὐτόθι 829C. (Εἶναι ἀμφισβητούμενον ἂν ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι χρεοκ- ἢ χρεωκ-· ἴδε χρεοκ-.)

Russian (Dvoretsky)

χρεωκοπέω:
1 обманным образом убавлять или снимать задолженность (ἐν τῷ δανείζειν χ. Plut.): ὃ οὗ γράφει λαμβάνων ἔλαττον χρεωκοπεῖται Plut. тот, кто получает меньше, чем значится в долговой расписке, является жертвой обмана со стороны должника;
2 перен. обманывать, тайно присваивать себе (τι Plut.).

Greek Monolingual

χρεωκοπώ και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, χρεοκοπέω, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση
2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε ως σύζυγος αλλά χρεωκόπησε ως πατέρας»)
αρχ.
1. διαγράφω τα χρέη μου χωρίς να τά έχω πληρώσει
2. μτφ. α) παρακρατώ, κατακρατώ κάτι με δόλιο τρόπο
β) μειώνω κάτι στο ελάχιστο
3. παθ. χρεωκοποῦμαι, χρεωκοπέομαι
α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν
β) απογοητεύομαι.