δενδρώδης: Difference between revisions
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dendrodis | |Transliteration C=dendrodis | ||
|Beta Code=dendrw/dhs | |Beta Code=dendrw/dhs | ||
|Definition=δενδρῶδες,<br><span class="bld">A</span> = [[δενδροειδής]], [[tree-like]], Arist.''Long.'' 467b1, Dsc.4.164, 173, Heraclit.''Incred.''23.<br><span class="bld">2</span> [[δενδρώδεις Νύμφαι]] = [[ | |Definition=δενδρῶδες,<br><span class="bld">A</span> = [[δενδροειδής]], [[tree-like]], Arist.''Long.'' 467b1, Dsc.4.164, 173, Heraclit.''Incred.''23.<br><span class="bld">2</span> [[δενδρώδεις Νύμφαι]] = [[woodnymphs]], ''AP''7.196 (Mel.).<br><span class="bld">3</span> [[wooded]], ὄρη Hp.Aër.13. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δενδρώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[древовидный]] (φυτά Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[древесный]] ( | |elrutext='''δενδρώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[древовидный]] (φυτά Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[древесный]] ([[δενδρώδεις Νύμφαι]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 09:47, 14 October 2024
English (LSJ)
δενδρῶδες,
A = δενδροειδής, tree-like, Arist.Long. 467b1, Dsc.4.164, 173, Heraclit.Incred.23.
2 δενδρώδεις Νύμφαι = woodnymphs, AP7.196 (Mel.).
3 wooded, ὄρη Hp.Aër.13.
Spanish (DGE)
-ες
1 arboriforme de plantas (φυτὰ) τὰ μὴ ἐπέτεια ἀλλὰ δενδρώδη Arist.Long.467b1, de un tipo de titímalo, Dsc.4.164, κλάδος Lyc.830
•fig. de pers. ἐπὶ τὸ εὐσεβεῖν παρακαλέσας (ἀνθρώπους) πετρώδεις ὄντας καὶ δενδρώδεις de Orfeo, Heraclit.Par.23.
2 arbóreo Νύμφαι AP 7.196 (Mel.), Δάφνη ... δενδρώδεα ῥῆξον ἰωήν Dafne ... lanza un grito arbóreo Nonn.D.15.300.
3 boscoso, cubierto de árboles ὄρεα Hp.Aër.13, cf. Orph.A.465; cf. δενδροειδής.
German (Pape)
[Seite 546] ες, baumartig, Diosc.; δενδρώδεις Νύμφαι = Baumnymphen, Mel. 111 (VII, 196).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 boisé;
2 de la nature des arbres;
3 qui vit de la vie d'un arbre (nymphe, dryade).
Étymologie: δένδρον, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρώδης -ες [δένδρον] rijk aan bomen. van de boom, boom-.
Russian (Dvoretsky)
δενδρώδης:
1 древовидный (φυτά Arst.);
2 древесный (δενδρώδεις Νύμφαι Anth.).
Greek Monolingual
-ες (AM δενδρώδης, -ες) δένδρον
γεμάτος με δένδρα, δασώδης
αρχ.
1. ο όμοιος με δένδρο, ο δενδροειδής
2. (ως επίθ. τών Νυμφών) «δενδρώδεις Νύμφαι» — οι νύμφες του δάσους.
Greek Monotonic
δενδρώδης: -ες (εἶδος), ό,τι μοιάζει με δέντρο ή με τα χαρακτηριστικά αυτού· δενδρώδεις Νύμφαι, Νύμφες του Δάσους, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρώδης: -ες, =δενδροειδής, ὅμοιος δένδρῳ, Ἀριστ. π. Μακροβ. 6, 7, Διοσκ. 4. 175. 2) δενδρ. Νύμφαι, νύμφαι τῶν δασῶν, Ἀνθ. Π. 7. 196. 3) δασώδης, ὄρη Ἱππ. Ἀέρ. 289.
Middle Liddell
εἶδος
tree-like: δενδρ. Νύμφαι wood-nymphs, Anth.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog