προλάζυμαι: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prolazymai | |Transliteration C=prolazymai | ||
|Beta Code=prola/zumai | |Beta Code=prola/zumai | ||
|Definition=[[receive beforehand]] or [[receive by anticipation]], c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.''Ion''1027. | |Definition=[[receive beforehand]] or [[receive by anticipation]], c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς [[Euripides|E.]]''[[Ion]]'' 1027. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:27, 25 October 2024
English (LSJ)
receive beforehand or receive by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion 1027.
German (Pape)
[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.
French (Bailly abrégé)
prendre ou saisir d'avance.
Étymologie: πρό, λάζυμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-λάζυμαι eerder grijpen, met gen.; overdr.: π. τῆς ἡδονῆς bij voorbaat genieten Eur. Ion 1027.
Russian (Dvoretsky)
προλάζῠμαι: (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω»].
Greek Monotonic
προλάζῠμαι: αποθ., λαμβάνω από πριν ή εκ των προτέρων, τινος, μέρος από κάποιο πράγμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
Middle Liddell
Dep. to receive beforehand or by anticipation, τινος some of a thing, Eur.