ενάγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνάγω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον στο δικαστήριο, [[κατηγορώ]], [[κάνω]] [[αγωγή]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ως ουσ.) α) [[ενάγων]], ενάγουσα, ενάγον<br />στην [[πολιτική]] [[δικονομία]], αυτός που υποβάλλει την [[αίτηση]] για [[παροχή]] έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει [[αγωγή]] [[εναντίον]] κάποιου, ο [[κατήγορος]], ο [[μηνυτής]]<br />β) [[εναγόμενος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου στρέφεται η [[αγωγή]], ο [[κατηγορούμενος]], ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο<br /><b>μσν.</b><br />ο εγκαλούμενος με [[αγωγή]] στο δικαστήριο για να πληρώσει [[οφειλή]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]] κάποιον [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]], [[παρακινώ]]<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]], [[συμβουλεύω]] με [[επιμονή]], [[εξεγείρω]]<br /><b>4.</b> (για μέταλλα) [[κατεργάζομαι]].
|mltxt=(AM [[ἐνάγω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον στο δικαστήριο, [[κατηγορώ]], [[κάνω]] [[αγωγή]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ως ουσ.) α) [[ενάγων]], [[ενάγουσα]], [[ενάγον]]<br />στην [[πολιτική]] [[δικονομία]], αυτός που υποβάλλει την [[αίτηση]] για [[παροχή]] έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει [[αγωγή]] [[εναντίον]] κάποιου, ο [[κατήγορος]], ο [[μηνυτής]]<br />β) [[εναγόμενος]], εναγόμενη, εναγόμενον<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου στρέφεται η [[αγωγή]], ο [[κατηγορούμενος]], ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο<br /><b>μσν.</b><br />ο εγκαλούμενος με [[αγωγή]] στο δικαστήριο για να πληρώσει [[οφειλή]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]] κάποιον [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]], [[παρακινώ]]<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]], [[συμβουλεύω]] με [[επιμονή]], [[εξεγείρω]]<br /><b>4.</b> (για μέταλλα) [[κατεργάζομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 30 March 2024

Greek Monolingual

(AM ἐνάγω)
1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή
2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ενάγουσα, ενάγον
στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή εναντίον κάποιου, ο κατήγορος, ο μηνυτής
β) εναγόμενος, εναγόμενη, εναγόμενον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του
αρχ.
1. εισάγω κάποιον μέσα σε κάτι, φέρνω μέσα
2. οδηγώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρακινώ
3. επισπεύδω, συμβουλεύω με επιμονή, εξεγείρω
4. (για μέταλλα) κατεργάζομαι.