Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χυδαιότης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>).
|mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[vulgarity]]===
Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: [[vulgarité]]; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: [[Vulgarität]]; Greek: [[χυδαιότητα]], [[χυδαιότης]]; Ancient Greek: [[ἀναγωγία]], [[ἀπειροκαλία]], [[βαναυσία]], [[βαναυσίη]], [[τὰ χαμαίζηλα]], [[φορτικότης]], [[χυδαιολογία]], [[χυδαιότης]]; Portuguese: [[vulgaridade]]; Russian: [[вульгарность]], [[пошлость]]; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: [[vulgaridad]]; Ukrainian: вульгарність
}}
}}

Revision as of 11:56, 27 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυδαιότης Medium diacritics: χυδαιότης Low diacritics: χυδαιότης Capitals: ΧΥΔΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: chydaiótēs Transliteration B: chydaiotēs Transliteration C: chydaiotis Beta Code: xudaio/ths

English (LSJ)

χυδαιότητος, ἡ, vulgarity, Jul.Gal.43b, 238b.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.

Greek (Liddell-Scott)

χῠδαιότης: χυδαιότητος, ἡ, τρόπος χυδαῖος, «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.

Greek Monolingual

η / χυδαιότης, -ητος, ΝΜΑ χυδαῖος
η ιδιότητα του χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)
νεοελλ.
χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο»)
μσν.
1. σύγχυση, έλλειψη τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)
2. κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («χυδαιότης ῥημάτων», Φώτ.).

Translations

vulgarity

Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: vulgarité; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: Vulgarität; Greek: χυδαιότητα, χυδαιότης; Ancient Greek: ἀναγωγία, ἀπειροκαλία, βαναυσία, βαναυσίη, τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης, χυδαιολογία, χυδαιότης; Portuguese: vulgaridade; Russian: вульгарность, пошлость; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: vulgaridad; Ukrainian: вульгарність