χυδαιότης: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>). | |mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[vulgarity]]=== | |||
Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: [[vulgarité]]; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: [[Vulgarität]]; Greek: [[χυδαιότητα]], [[χυδαιότης]]; Ancient Greek: [[ἀναγωγία]], [[ἀπειροκαλία]], [[βαναυσία]], [[βαναυσίη]], [[τὰ χαμαίζηλα]], [[φορτικότης]], [[χυδαιολογία]], [[χυδαιότης]]; Portuguese: [[vulgaridade]]; Russian: [[вульгарность]], [[пошлость]]; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: [[vulgaridad]]; Ukrainian: вульгарність | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 27 May 2024
English (LSJ)
χυδαιότητος, ἡ, vulgarity, Jul.Gal.43b, 238b.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.
Greek (Liddell-Scott)
χῠδαιότης: χυδαιότητος, ἡ, τρόπος χυδαῖος, «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.
Greek Monolingual
η / χυδαιότης, -ητος, ΝΜΑ χυδαῖος
η ιδιότητα του χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)
νεοελλ.
χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο»)
μσν.
1. σύγχυση, έλλειψη τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)
2. κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («χυδαιότης ῥημάτων», Φώτ.).
Translations
vulgarity
Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: vulgarité; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: Vulgarität; Greek: χυδαιότητα, χυδαιότης; Ancient Greek: ἀναγωγία, ἀπειροκαλία, βαναυσία, βαναυσίη, τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης, χυδαιολογία, χυδαιότης; Portuguese: vulgaridade; Russian: вульгарность, пошлость; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: vulgaridad; Ukrainian: вульгарність