desgarrar: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀμύσσω]], [[ἀναδέρω]], [[ἀναρήττω]], [[ἀναρρήγνυμι]], [[ἀνέλκω]], [[ἀποδρύφω]], [[ἀπολύω]], [[ἀπορρήσσω]], [[ἀποσύρω]], [[ἀποσχίζω]], [[ἀποτρώγω]], [[δαΐζω]], [[δαιτρεύω]], [[δάπτω]], [[δαρδάπτω]], [[δενδροτομέω]], [[δηλέομαι]], [[δῃόω]], [[διαδάπτω]], [[διαδηλέομαι]], [[διακείρω]], [[διακναίω]], [[διακνίζω]], [[διαξαίνω]], [[διαρρήγνυμι]], [[διαρρηγνύω]], [[διασπαράσσω]], [[διασπάω]], [[διασχίζω]], [[διαφύλλω]], [[διαχαράσσω]], [[διέλκω]], [[δρυμάσσω]], [[δρυμάττω]], [[δρύπτω]], [[δρυφάσσω]], [[δρύφω]], [[ἐκκνάω]], [[ἐκξύω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[ἕλκω]], [[ἐνσκυθίζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:20, 9 September 2024
Spanish > Greek
ἀμύσσω, ἀναδέρω, ἀναρήττω, ἀναρρήγνυμι, ἀνέλκω, ἀποδρύφω, ἀπολύω, ἀπορρήσσω, ἀποσύρω, ἀποσχίζω, ἀποτρώγω, δαΐζω, δαιτρεύω, δάπτω, δαρδάπτω, δενδροτομέω, δηλέομαι, δῃόω, διαδάπτω, διαδηλέομαι, διακείρω, διακναίω, διακνίζω, διαξαίνω, διαρρήγνυμι, διαρρηγνύω, διασπαράσσω, διασπάω, διασχίζω, διαφύλλω, διαχαράσσω, διέλκω, δρυμάσσω, δρυμάττω, δρύπτω, δρυφάσσω, δρύφω, ἐκκνάω, ἐκξύω, ἐκρήγνυμι, ἕλκω, ἐνσκυθίζω