διακείρω

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακείρω Medium diacritics: διακείρω Low diacritics: διακείρω Capitals: ΔΙΑΚΕΙΡΩ
Transliteration A: diakeírō Transliteration B: diakeirō Transliteration C: diakeiro Beta Code: diakei/rw

English (LSJ)

Ep. aor. διέκερσα (v. infr.), prop. cut through, τένοντας A.R.1.430; νεῦρα D.H.14.10: metaph., μή τις… πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος make it null, frustrate it, Il.8.8:—Pass., σκευάρια διακεκαρμένος shorn of his trappings, Ar.V.1313.

Spanish (DGE)

• Morfología: [c. tm. Q.S.1.241, 616, 6.628]
I concr.
1 despojar en v. pas. τὰ σκευάρια διακεκαρμένος Ar.V.1313.
2 cortar de un tajo, desgarrar τένοντας A.R.1.430, νεῦρα D.H.14.10, νῶτα βοείης Nonn.D.4.452, φλέβας Q.S.1.241, cf. ll.cc., στῖφος Opp.H.4.482, στεφάνην διέκερσεν ἀμφιβόλων ὀρέων Opp.C.2.132, fig. τὴν «τιθηνοκόμον καὶ κουροτρόφον» τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαν Pall.V.Chrys.20.464
destrozar τάφον AP 8.245 (Gr.Naz.).
II fig. frustrar, anular μήτε τις ἄρσην πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος Il.8.8, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 581] (s. κείρω), durchschneiden, zerschneiden; Homer Iliad. 8, 8 μήτε τις οὖν θήλεια θεὸς τό γε μήτε τις ἄρσην πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος, ἀλλ' ἅμα πάντες αἰνεῖτε, meinem Befehle zu widersprechen, sich zu widersetzen, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 16 διακέρσαι· διακόψαι; – τὰ σκευάρια διακεκαρμένος Ar. Vesp. 1313, gleichsam aus der Kleidung herausgeschält, der alles verloren oder verkauft hat. Bei Plat. Tim. 83 e f. L. für διακρινομένης.

French (Bailly abrégé)

tondre entièrement ; fig. διακέρσαι ἔπος IL litt. raser ou effacer une parole, càd l'annuler, en détruire l'effet.
Étymologie: διά, κείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κείρω doorsnijden; overdr.: διακέρσαι ἐμὸν ἔπος mijn bevel te dwarsbomen Il. 8.8; τὰ σκευάρια διακεκαρμένος van zijn spullen afgesneden Aristoph. Ve. 1313.

Russian (Dvoretsky)

διακείρω: досл. начисто срезывать, перен. уничтожать: διακέρσαι ἔπος τινός Hom. отнестись с презрением к чьим-л. словам; τὰ σκευάρια διακεκαρμένος Arph. лишившийся одежды.

Greek (Liddell-Scott)

διακείρω: μέλλ. -κερῶ καὶ -κέρσω, πρκμ. -κέκαρκαι: ― κυρίως, κόπτω εἰς τεμάχια, μή τις... πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος, νὰ τὸ κατακόψῃ, νὰ μηδενίσῃ, νὰ ματαιώσῃ, Ἰλ. Θ. 8· πρβλ. ἐπικείρω, ἐπικόπτω. ― Παθ., σκευάρια διακεκαρμένος, ἀφῃρημένος τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1313.

English (Autenrieth)

aor. inf. διακέρσαι: cut short, frustrate, Il. 8.8†.

Greek Monolingual

διακείρω (Α) κείρω
1. διασχίζω, σχίζω, κατακόβω
2. ματαιώνω, μηδενίζω
3. αφαιρώ, αποκόπτω.

Greek Monotonic

διακείρω: μέλ. -κερῶ και -κέρσω, παρακ. -κέκαρκα· κόβω σε κομμάτια· μεταφ., διακέρσαι ἐμὸν ἔπος, να το ακυρώσει, να το ματαιώσει, να το μηδενίσει, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., σκευάρια διακεκαρμένος, αυτός που έχει αφαιρέσει τα ενδύματά του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -κερῶ fut. -κέρσω perf. -κέκαρκα
to cut in pieces: metaph., διακέρσαι ἐμὸν ἔπος to make it null, frustrate it, Il.:—Pass., σκευάρια διακεκαρμένος shorn of his trappings, Ar.