κρυψίνους: Difference between revisions
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [[[κρύψις]], [[νοῦς]]] [[die zijn ware gedachten verborgen houdt]]. | |elnltext=κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [[[κρύψις]], [[νοῦς]]] [[die zijn ware gedachten verborgen houdt]]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized |
Latest revision as of 12:46, 9 September 2024
English (LSJ)
-ουν, contr. for κρυψίνοος (hiding one's thoughts, dissembling).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακόνους, κουφόνους)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.
German (Pape)
zusammengezogen st. κρυψίνοος.