ἔμμηνος: Difference between revisions
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] im Monat, a) einen Monat dauernd, einen Monat lang; [[περίοδος]] (σελήνης) Tim. Locr. 96 d; [[ἔργον]] Plat. Legg. XII, 956 a. – b) monatlich, jeden Monat geschehend; [[ἱερά]] Plat. Legg. VIII, 828 c, wie Soph. El. 273; [[σιτηρέσιον]] Plut. Caes. 8; ἁρμαλιή Theocr. 16, 35; δίκαι Dem. 33, 23; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 54; – [[κάθαρσις]], = ἐμμήνια, Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] im Monat, a) einen Monat dauernd, einen Monat lang; [[περίοδος]] (σελήνης) Tim. Locr. 96 d; [[ἔργον]] Plat. Legg. XII, 956 a. – b) monatlich, jeden Monat geschehend; [[ἱερά]] Plat. Legg. VIII, 828 c, wie Soph. El. 273; [[σιτηρέσιον]] Plut. Caes. 8; ἁρμαλιή Theocr. 16, 35; δίκαι Dem. 33, 23; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 54; – [[κάθαρσις]], = ἐμμήνια, Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔμμηνος''': -ον, (μὴν) ἐντὸς μηνός, διαρκῶν ἕνα μῆνα, [[μηνιαῖος]], ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδιδόναι, ἐπὶ τῆς Σελήνης, Τίμ. Λοκρ. 96D· [[ἔργον]] Πλάτ. Νόμ. 956Α. ΙΙ. ὁ γιγνόμενος, τελούμενος ἢ ἀποτινόμενος κατὰ μῆνα, [[μηνιαῖος]], ἱερὰ Σοφ. Ἠλ. 281, Πλάτ. Νόμ. 828C· [[σιτηρέσιον]] Πλουτ. Καῖσ. 8· ἁρμαλιὰ (ὃ ἴδε) Θεόκρ. 16. 35. 2) ἐμμ. δίκαι, ἦσαν δίκαι τινές, καθ’ ἃς ἡ [[ἀπόφασις]] ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῇ ἐντὸς 30 ἡμερῶν: αὗται δὲ ἦσαν δίκαι προικός, ἐρανικαί, ἐμπορικαὶ [[Πολυδ]]. H΄, 101, πρβλ. Δημ. 966. 18. [[Κατὰ]] τὸν Βοίκχιον καὶ αἱ περὶ μετάλλων δίκαι ἦσαν ἔμμηνοι, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. δὲν μνημονεύει αὐτάς, ἐν ᾧ ἀναφέρει πολλὰς ἄλλας ἃς παραλείπει ὁ [[Πολυδ]]., ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 11 κἑξ., ἔκδ. Blass. 3) τὰ ἔμμηνα, ὡς καὶ νῦν, δηλ. τῶν γυναικῶν περιοδικὴ ῥύσις, Διοσκ. 3. 36 κ. ἀλλ. β) τὰ δικαζόμενα ἐμμήνως, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 21. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (μήν)
A lasting a month, ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδίδωτι, of the moon, Ti.Locr.96d; περίοδος, of women, Plu.2.495e; ἔργον Pl.Lg.956a. II done or paid every month, monthly, ἱερά S.El. 281, Pl.Lg.828c; σιτηρέσιον Plu.Caes.8; ἁρμαλιήν Theoc.16.35. 2 in Law, ἔ. δίκαι suits in which judgement must be given within thirty days, D.37.2, Arist.Ath.52.2; εἰσάγειν ἔμμηνα ib.3. 3 ἔ., τά, the menses of women, Dsc.3.36,al.: sg., Sor.1.19. III neut. ἔμμηνα as Adv., in the course of a month, IG12.65.47.
German (Pape)
[Seite 808] im Monat, a) einen Monat dauernd, einen Monat lang; περίοδος (σελήνης) Tim. Locr. 96 d; ἔργον Plat. Legg. XII, 956 a. – b) monatlich, jeden Monat geschehend; ἱερά Plat. Legg. VIII, 828 c, wie Soph. El. 273; σιτηρέσιον Plut. Caes. 8; ἁρμαλιή Theocr. 16, 35; δίκαι Dem. 33, 23; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 54; – κάθαρσις, = ἐμμήνια, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμηνος: -ον, (μὴν) ἐντὸς μηνός, διαρκῶν ἕνα μῆνα, μηνιαῖος, ἔμμηνον τὰν περίοδον ἀποδιδόναι, ἐπὶ τῆς Σελήνης, Τίμ. Λοκρ. 96D· ἔργον Πλάτ. Νόμ. 956Α. ΙΙ. ὁ γιγνόμενος, τελούμενος ἢ ἀποτινόμενος κατὰ μῆνα, μηνιαῖος, ἱερὰ Σοφ. Ἠλ. 281, Πλάτ. Νόμ. 828C· σιτηρέσιον Πλουτ. Καῖσ. 8· ἁρμαλιὰ (ὃ ἴδε) Θεόκρ. 16. 35. 2) ἐμμ. δίκαι, ἦσαν δίκαι τινές, καθ’ ἃς ἡ ἀπόφασις ἔπρεπε νὰ ἐκδοθῇ ἐντὸς 30 ἡμερῶν: αὗται δὲ ἦσαν δίκαι προικός, ἐρανικαί, ἐμπορικαὶ Πολυδ. H΄, 101, πρβλ. Δημ. 966. 18. Κατὰ τὸν Βοίκχιον καὶ αἱ περὶ μετάλλων δίκαι ἦσαν ἔμμηνοι, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. δὲν μνημονεύει αὐτάς, ἐν ᾧ ἀναφέρει πολλὰς ἄλλας ἃς παραλείπει ὁ Πολυδ., ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 11 κἑξ., ἔκδ. Blass. 3) τὰ ἔμμηνα, ὡς καὶ νῦν, δηλ. τῶν γυναικῶν περιοδικὴ ῥύσις, Διοσκ. 3. 36 κ. ἀλλ. β) τὰ δικαζόμενα ἐμμήνως, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 21.