ἐκβολή: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(13_7_1) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] ἡ (vgl. [[ἐκβάλλω]]), 1) das Auswerfen, z. B. der Ladung aus dem Schiffe beim Sturm, Dem. 35, 11; vgl. Arist. Eth. 3, 1 u. Luc. merc. cond. 1; übertr., [[πρόπρυμνα]] δ' ἐκβολὴν φέρει ἀνδρῶν [[ὄλβος]] [[ἄγαν]] παχυνθείς, Sturz, Aesch. Spt. 751; das Vertreiben, Verstoßen, Suppl. 416; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Legg. VIII, 847 a; δόξης, Verlust, Soph. 230 a; τῆς γυναικός, Verstoßung, Liban. – 2) das Ausgeworfene, der Auswurf, δικέλλης Soph. Ant. 250; vgl. Strab. XIV, 680; οὐρεία, in die Gebirge ausgesetzte Kinder, Eur. Hec. 1078; [[νεώς]], von einem gestrandeten Schiffe, I. T 1424. – 3) das Hervorbrechen, περὶ σίτου ἐκβολήν Thuc. 4, 1, um die Zeit, wo das Getreide schießt; – δακρύων, Thränenvergießen, Eur. Herc. Fur. 743; ποταμοῦ, der Ausfluß, die Mündung, Her. 7, 128; Thuc. 7, 53; das Entspringen, Plat. Phaed. 113 a u. Sp.; ἐκβολὴν ποιεῖσθαι εἰς [[πέλαγος]], sich ins Meer ergießen, Plut. Pomp. 34; der Flaum des Barthaars, Philostr. – 4) der Paß, der aus Etwas herausführt; τοῦ Κιθαιρῶνος Her. 9, 38; Sp., wie Plut. Demetr. 48. – 5) τοῦ λόγου, Abschweifung, Digression, π οιεῖσθαι Thuc. 1, 97; – ἄρθρου, Verrenkung, Ausrenkung, Hippocr., Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] ἡ (vgl. [[ἐκβάλλω]]), 1) das Auswerfen, z. B. der Ladung aus dem Schiffe beim Sturm, Dem. 35, 11; vgl. Arist. Eth. 3, 1 u. Luc. merc. cond. 1; übertr., [[πρόπρυμνα]] δ' ἐκβολὴν φέρει ἀνδρῶν [[ὄλβος]] [[ἄγαν]] παχυνθείς, Sturz, Aesch. Spt. 751; das Vertreiben, Verstoßen, Suppl. 416; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Legg. VIII, 847 a; δόξης, Verlust, Soph. 230 a; τῆς γυναικός, Verstoßung, Liban. – 2) das Ausgeworfene, der Auswurf, δικέλλης Soph. Ant. 250; vgl. Strab. XIV, 680; οὐρεία, in die Gebirge ausgesetzte Kinder, Eur. Hec. 1078; [[νεώς]], von einem gestrandeten Schiffe, I. T 1424. – 3) das Hervorbrechen, περὶ σίτου ἐκβολήν Thuc. 4, 1, um die Zeit, wo das Getreide schießt; – δακρύων, Thränenvergießen, Eur. Herc. Fur. 743; ποταμοῦ, der Ausfluß, die Mündung, Her. 7, 128; Thuc. 7, 53; das Entspringen, Plat. Phaed. 113 a u. Sp.; ἐκβολὴν ποιεῖσθαι εἰς [[πέλαγος]], sich ins Meer ergießen, Plut. Pomp. 34; der Flaum des Barthaars, Philostr. – 4) der Paß, der aus Etwas herausführt; τοῦ Κιθαιρῶνος Her. 9, 38; Sp., wie Plut. Demetr. 48. – 5) τοῦ λόγου, Abschweifung, Digression, π οιεῖσθαι Thuc. 1, 97; – ἄρθρου, Verrenkung, Ausrenkung, Hippocr., Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκβολή''': ἡ, ([[ἐκβάλλω]]) ἐκβολαὶ [[ψήφων]], αἱ ἐκβολαὶ τῶν [[ψήφων]] ἐκ τῶν καδίσκων (πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 1), Αἰσχύλ. Εὐμ. 748. 2) ἡ [[ἔκριψις]] τοῦ φορτίου εἰς τὴν θάλασσαν ἐν καιρῷ τρικυμίας, ὁ αὐτ. Θήβ. 769, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 5· μεταφ., ταύτης τῆς δόξης ἐπὶ ἐκβολήν, ἀπόρριψιν, ἀποβολὴν αὐτῆς, Πλάτ. Σοφ. 230Β, Πολ. 412Ε· πρβλ. κατωτ. VIII. 2. ΙΙ. [[ἔξωσις]], ἐκδίωξις, [[ἐξορία]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 421· [[μετὰ]] τὴν τῶν τυράννων ἐκβ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 3· ἐκβολαὶ ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Νόμ. 847Α. ΙΙΙ. [[ἐκροή]], δακρύων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 743· ἐκβολὴ ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9. IV. [[ἐξάμβλωσις]], [[ἀποβολή]], Ἱππ. 627. 21· ἐκβ. σίτου, ὁ [[χρόνος]] καθ’ ὃν ἐν τοῖς ἀγροῖς σχηματίζεται ὁ [[στάχυς]] τοῦ σίτου, Θουκ. 4. 1. V. ἐξάρθρωσις μέλους τινός, «βγάλσιμον» Πλούτ. 2. 164F. VI. τὸ προτιθέναι, ἐκτιθέναι, μαστῶν ἐκβολὰς Πολύβ. 2. 56, 7. VII. (ἐκ τῆς ἀμεταβ. σημασίας τοῦ [[ἐκβάλλω]]) [[ἔξοδος]], [[ἐκβολή]], Λατ. exitus, ἐκβ. ποταμοῦ, ἡ [[ἔξοδος]] ποταμοῦ διὰ ὀρέων, Ἡρόδ. 7. 128· τὸ [[στόμα]] ποταμοῦ ἐν τῷ πληθ., τοῦ Ἀχελῴου τῶν ἐκβολῶν οὐδὲν ἀπέχουσαι Θουκ. 2. 102· ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. 7. 35, Πλάτ. Φαίδων 113Α: - [[δίοδος]] ἢ στενὸν δι’ οὗ ἐξέρχεταί τις ἐκ σειρᾶς ὀρέων, αἱ ἐκβολαὶ τοῦ Κιθαιρῶνος Ἡρόδ. 9. 38· ἐκβολαὶ εἰς χώραν, πέρασμα, διάβασις εἴς τινα χώραν, Πλουτ. Δημήτρ. 48· [[ἀτραπός]], ὁδὸς χωριζομένη ἐκ τῆς εὐθείας καὶ κυρίας ὁδοῦ, τρίτη δὲ ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς εὐθείας ἐκβολὴ κατὰ τὰ δεξιὰ ἐς τὰς Καρυὰς ἔχει Παυσ. 3. 10, 7. 3) ἐκβ. λόγου, [[παρέκβασις]], Θουκ. 1. 97, Φιλόστρ. 740. VIII. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ ἀπορριπτόμενον, οὐ δικέλλης [[ἐκβολή]], οὐχὶ [[χῶμα]] ἐκβληθὲν διὰ δικέλλης, Σοφ. Ἀντ. 250, πρβλ. Στράβωνα 680· οὐρεία [[ἐκβολή]], βρέφη ῥιφθέντα ἢ ἐκτεθέντα εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἑκ. 1078. 2) [[φορτίον]] ῥιφθὲν εἰς τὴν θάλασσαν, πλὴν ἐκβολῆς ἧς ἂν... ἐκβάλωνται παρὰ Δημ. 926.16· [[προσέτι]], ἐκβολαὶ [[νεώς]], ναῦται παθόντες [[ναυάγιον]], ναυαγοί, Εὐρ. Ι. Τ. 1424. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἐκβάλλω)
A throwing out, ψήφων ἐ. casting the votes out of the urn, A. Eu.748. 2jettisoning of cargo, Id.Th.769 (lyr.), Arist.EN1110a9, Act.Ap.27.18 (but simply, unloading, Sammelb.1207): metaph., ἐ. τῆς δόξης casting out of it, getting rid of it, Pl.Sph.230b, R.412e; ἐ. ἐλέου Aphth.Prog.7, cf. Diog.Oen.4. II expulsion, banishment, A.Supp.421 (lyr., pl.); μετὰ τὴν τῶν τυράννων ἐ. Arist.Pol.1275b36; ἐκβολαὶ ἐκ τῆς πόλεως Pl.Lg.847b ; dislodgement, ejection, Plb.4.8.4. 2 divorce, repudiation, γυναικός Lib.Decl.26.45. III letting fall or drop, δακρύων ἐκβολαί E.HF742 (lyr.); ἐ. [ὀδόντων] casting or shedding of teeth, Arist.GA789a15. IV expulsion of a foetus, Hp. Mul.1.78. 2 ἐ. σίτου the time when the corn comes into ear, Th.4.1. 3 shoot, καυλοῦ Dsc.3.114. V putting out of a joint, dislocation, ἐκβολαὶ τῶν ἄρθρων Plu.2.164f. VI putting forth, exposing, μαστῶν Plb.2.56.7. VII debouchure, outlet, ἐ. Πηνειοῦ Hdt.7.128 ; mouth of a river, in pl., Th.2.102 ; in sg., Id.7.35, Pl.Phd. 113a : pass leading out of a chain of mountains, αἱ ἐκβολαὶ τοῦ Κιθαιρῶνος Hdt.9.38. 2 by-way, ἐ. ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς εὐθείας Paus.3.10.7 : metaph., ἐ. λόγου digression, Th.1.97, Philostr.Her.19.14 (pl.), etc. 3 close of a verse, Eust.900.24. 4 projection, στόματος a snout, Philostr.Jun.Im.12. VIII (from Pass.), that which is cast out, δικέλλης ἐ. earth thrown up by a mattock, upcast, S.Ant. 250 ; οὐρεία ἐ. children cast or exposed on the mountains, E.Hec.1079 (anap.). 2 cargo thrown overboard, jetsam, πλὴν ἐκβολῆς, ἣν ἂν..ἐκβάλωνται Syngr. ap. D.35.11; so ἐκβολαὶ νεώς wrecked seamen, E.IT1424. IX in Music, interval of five διέσεις, Plu.2.1141b, Bacch.Harm.42, Aristid.Quint.1.10. X = ἐκβολάς I, Str.14.5.28.
German (Pape)
[Seite 755] ἡ (vgl. ἐκβάλλω), 1) das Auswerfen, z. B. der Ladung aus dem Schiffe beim Sturm, Dem. 35, 11; vgl. Arist. Eth. 3, 1 u. Luc. merc. cond. 1; übertr., πρόπρυμνα δ' ἐκβολὴν φέρει ἀνδρῶν ὄλβος ἄγαν παχυνθείς, Sturz, Aesch. Spt. 751; das Vertreiben, Verstoßen, Suppl. 416; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Legg. VIII, 847 a; δόξης, Verlust, Soph. 230 a; τῆς γυναικός, Verstoßung, Liban. – 2) das Ausgeworfene, der Auswurf, δικέλλης Soph. Ant. 250; vgl. Strab. XIV, 680; οὐρεία, in die Gebirge ausgesetzte Kinder, Eur. Hec. 1078; νεώς, von einem gestrandeten Schiffe, I. T 1424. – 3) das Hervorbrechen, περὶ σίτου ἐκβολήν Thuc. 4, 1, um die Zeit, wo das Getreide schießt; – δακρύων, Thränenvergießen, Eur. Herc. Fur. 743; ποταμοῦ, der Ausfluß, die Mündung, Her. 7, 128; Thuc. 7, 53; das Entspringen, Plat. Phaed. 113 a u. Sp.; ἐκβολὴν ποιεῖσθαι εἰς πέλαγος, sich ins Meer ergießen, Plut. Pomp. 34; der Flaum des Barthaars, Philostr. – 4) der Paß, der aus Etwas herausführt; τοῦ Κιθαιρῶνος Her. 9, 38; Sp., wie Plut. Demetr. 48. – 5) τοῦ λόγου, Abschweifung, Digression, π οιεῖσθαι Thuc. 1, 97; – ἄρθρου, Verrenkung, Ausrenkung, Hippocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβολή: ἡ, (ἐκβάλλω) ἐκβολαὶ ψήφων, αἱ ἐκβολαὶ τῶν ψήφων ἐκ τῶν καδίσκων (πρβλ. ἐκβάλλω ΙΙ. 1), Αἰσχύλ. Εὐμ. 748. 2) ἡ ἔκριψις τοῦ φορτίου εἰς τὴν θάλασσαν ἐν καιρῷ τρικυμίας, ὁ αὐτ. Θήβ. 769, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 5· μεταφ., ταύτης τῆς δόξης ἐπὶ ἐκβολήν, ἀπόρριψιν, ἀποβολὴν αὐτῆς, Πλάτ. Σοφ. 230Β, Πολ. 412Ε· πρβλ. κατωτ. VIII. 2. ΙΙ. ἔξωσις, ἐκδίωξις, ἐξορία, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 421· μετὰ τὴν τῶν τυράννων ἐκβ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 3· ἐκβολαὶ ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Νόμ. 847Α. ΙΙΙ. ἐκροή, δακρύων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 743· ἐκβολὴ ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9. IV. ἐξάμβλωσις, ἀποβολή, Ἱππ. 627. 21· ἐκβ. σίτου, ὁ χρόνος καθ’ ὃν ἐν τοῖς ἀγροῖς σχηματίζεται ὁ στάχυς τοῦ σίτου, Θουκ. 4. 1. V. ἐξάρθρωσις μέλους τινός, «βγάλσιμον» Πλούτ. 2. 164F. VI. τὸ προτιθέναι, ἐκτιθέναι, μαστῶν ἐκβολὰς Πολύβ. 2. 56, 7. VII. (ἐκ τῆς ἀμεταβ. σημασίας τοῦ ἐκβάλλω) ἔξοδος, ἐκβολή, Λατ. exitus, ἐκβ. ποταμοῦ, ἡ ἔξοδος ποταμοῦ διὰ ὀρέων, Ἡρόδ. 7. 128· τὸ στόμα ποταμοῦ ἐν τῷ πληθ., τοῦ Ἀχελῴου τῶν ἐκβολῶν οὐδὲν ἀπέχουσαι Θουκ. 2. 102· ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. 7. 35, Πλάτ. Φαίδων 113Α: - δίοδος ἢ στενὸν δι’ οὗ ἐξέρχεταί τις ἐκ σειρᾶς ὀρέων, αἱ ἐκβολαὶ τοῦ Κιθαιρῶνος Ἡρόδ. 9. 38· ἐκβολαὶ εἰς χώραν, πέρασμα, διάβασις εἴς τινα χώραν, Πλουτ. Δημήτρ. 48· ἀτραπός, ὁδὸς χωριζομένη ἐκ τῆς εὐθείας καὶ κυρίας ὁδοῦ, τρίτη δὲ ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς εὐθείας ἐκβολὴ κατὰ τὰ δεξιὰ ἐς τὰς Καρυὰς ἔχει Παυσ. 3. 10, 7. 3) ἐκβ. λόγου, παρέκβασις, Θουκ. 1. 97, Φιλόστρ. 740. VIII. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ ἀπορριπτόμενον, οὐ δικέλλης ἐκβολή, οὐχὶ χῶμα ἐκβληθὲν διὰ δικέλλης, Σοφ. Ἀντ. 250, πρβλ. Στράβωνα 680· οὐρεία ἐκβολή, βρέφη ῥιφθέντα ἢ ἐκτεθέντα εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἑκ. 1078. 2) φορτίον ῥιφθὲν εἰς τὴν θάλασσαν, πλὴν ἐκβολῆς ἧς ἂν... ἐκβάλωνται παρὰ Δημ. 926.16· προσέτι, ἐκβολαὶ νεώς, ναῦται παθόντες ναυάγιον, ναυαγοί, Εὐρ. Ι. Τ. 1424.