νήχω: Difference between revisions
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
(13_5) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0255.png Seite 255]] = [[νέω]], <b class="b2">schwimmen</b>; νηχέμεναι μεμαώς Od. 5, 375, öfter; Hes. Sc. 317. – Gew. im med.; νηχόμενος [[τόδε]] [[λαῖτμα]] διέτμαγον, Od. 7, 276; χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος 14, 352, öfter, wie Hes. Sc. 211; auch in sp. Prosa oft, wie Luc. V. H. 1, 30; νήχομαί τι, D. Per. 141; – Paus. 10, 20, 4 u. a. Sp. auch wieder im act.; vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 4, 937. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0255.png Seite 255]] = [[νέω]], <b class="b2">schwimmen</b>; νηχέμεναι μεμαώς Od. 5, 375, öfter; Hes. Sc. 317. – Gew. im med.; νηχόμενος [[τόδε]] [[λαῖτμα]] διέτμαγον, Od. 7, 276; χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος 14, 352, öfter, wie Hes. Sc. 211; auch in sp. Prosa oft, wie Luc. V. H. 1, 30; νήχομαί τι, D. Per. 141; – Paus. 10, 20, 4 u. a. Sp. auch wieder im act.; vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 4, 937. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νήχω''': Δωρ. νάχω (πρβλ. προσ-)· μέλλ. νήξω Αἰλ. π. Ζ. 9. 25· -κολυμβῶ, νηχέμεναι μεμαὼς Ὀδ. Ε. 375· νῆχε [[αὐτόθι]] 399· νῆχον [[πάλιν]] Η. 280· νῆχον ἐπ’ [[ἄκρον]] [[ὕδωρ]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· - κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. νήχομαι, μετοχ. νηχόμενος Ὀδ. Η. 276., Ξ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311· ἀπαρ. νήχεσθαι Ἀλκαῖ. 104· ποιητ. παρατ. νήχοντο Σοφ. παρ’ Εὐστ. 1389. 8· μέλλ. [[νήξομαι]] Ὀδ. Ε. 364· ἀόρ. ἐνήξατο Λυκόφρ. 76, Διον. Π. 141· νηξάμενος Ἀνθ. Π. 9. 36· παθ. μέλλ. νηχήσομαι Χρησμ. Σιβ. 2. 209· - πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, προσ-, συννήχομαι, κτλ. - Τὸ ἀποθ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς διανήχομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11, Πλούτ. 2. 161F, 1063Β, Λουκ. κτλ.· τὸ δὲ ἐνεργ. [[οὐδαμοῦ]], [[διότι]] ἐν Παυσ. 10. 20, 7, διωρθώθη νεῖν ἐξ Ἀντιγράφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:49, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. νάχω (προσ-, q.v.):—
A swim, νηχέμεναι μεμαώς Od.5.375; νῆχε ib.399; νῆχον πάλιν 7.280; νῆχον ἐπ' ἄκρον ὕδωρ Hes.Sc. 317; νήχει Nic.Al.590:—mostly Med. νήχομαι, part. νηχόμενος Od. 7.276, 14.352, Hes.Sc.211; inf. νήχεσθαι Democr.172: poet. impf. νήχοντο Titanomach.4 (cj. for -οντες): fut. νήξομαι Od.5.364, Timo 32: aor. ἐνήξατο Lyc.76; part. νηξαμένη AP9.36 (Secund.): the Med. forms alone used in later Prose, Plb.3.84.9, 5.48.9, Plu.2.1063b, Luc.Dom.1, Ael.NA3.11, and in compds. (fut. νήξω f.l. in Ael.NA9.25).
German (Pape)
[Seite 255] = νέω, schwimmen; νηχέμεναι μεμαώς Od. 5, 375, öfter; Hes. Sc. 317. – Gew. im med.; νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον, Od. 7, 276; χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος 14, 352, öfter, wie Hes. Sc. 211; auch in sp. Prosa oft, wie Luc. V. H. 1, 30; νήχομαί τι, D. Per. 141; – Paus. 10, 20, 4 u. a. Sp. auch wieder im act.; vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 4, 937.
Greek (Liddell-Scott)
νήχω: Δωρ. νάχω (πρβλ. προσ-)· μέλλ. νήξω Αἰλ. π. Ζ. 9. 25· -κολυμβῶ, νηχέμεναι μεμαὼς Ὀδ. Ε. 375· νῆχε αὐτόθι 399· νῆχον πάλιν Η. 280· νῆχον ἐπ’ ἄκρον ὕδωρ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 317· - κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. νήχομαι, μετοχ. νηχόμενος Ὀδ. Η. 276., Ξ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311· ἀπαρ. νήχεσθαι Ἀλκαῖ. 104· ποιητ. παρατ. νήχοντο Σοφ. παρ’ Εὐστ. 1389. 8· μέλλ. νήξομαι Ὀδ. Ε. 364· ἀόρ. ἐνήξατο Λυκόφρ. 76, Διον. Π. 141· νηξάμενος Ἀνθ. Π. 9. 36· παθ. μέλλ. νηχήσομαι Χρησμ. Σιβ. 2. 209· - πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, προσ-, συννήχομαι, κτλ. - Τὸ ἀποθ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς διανήχομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11, Πλούτ. 2. 161F, 1063Β, Λουκ. κτλ.· τὸ δὲ ἐνεργ. οὐδαμοῦ, διότι ἐν Παυσ. 10. 20, 7, διωρθώθη νεῖν ἐξ Ἀντιγράφ.