καθηγέομαι: Difference between revisions
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
(13_7_1) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1284.png Seite 1284]] ion. [[κατηγέομαι]], wie das simplex, vorangehen, den Weg weisen; κατηγέοντο τοῖς Πέρσαις εἰς τὴν σφετέρην Her. 4, 125; 6, 102; ἄλλας κατηγεόμενοί σφι ὁδούς 9, 104; τὴν ἀτραπὸν οἱ Μηλιέες Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο 7, 215; οὐκ αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς, ich werde nicht zuerst dies Gesetz geben, 7, 8, 1; Ὕβλωνος καθηγησαμένου, unter Anführung, Thuc. 6, 4; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δὲ ἐγώ Plat. Ep. II, 312 b; τὸν ποταμόν, zuerst über den Fluß gehen, od. den Weg über den Fluß zeigen, Theaet. 200 e. Dah. Anleitung geben wozu, zeigen, lehren, [[χρηστήριον]] Her. 2, 56, τινί, Einen belehren, 6, 135; [[καλῶς]] μοι ἔδοξας καθηγήσασθαι τοῦ λόγου, die Rede schön eingeleitet zu haben, Plat. Conv. 199 c, vgl. Lach. 182 c; der Lehrer sein, Καίσαρος Strab. XIV, 674, wie S. Emp. adv. eth. 247. – Anführen, τῆς στρατείας Plut. Camill. 15, πολιτεύματος Thes. 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1284.png Seite 1284]] ion. [[κατηγέομαι]], wie das simplex, vorangehen, den Weg weisen; κατηγέοντο τοῖς Πέρσαις εἰς τὴν σφετέρην Her. 4, 125; 6, 102; ἄλλας κατηγεόμενοί σφι ὁδούς 9, 104; τὴν ἀτραπὸν οἱ Μηλιέες Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο 7, 215; οὐκ αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς, ich werde nicht zuerst dies Gesetz geben, 7, 8, 1; Ὕβλωνος καθηγησαμένου, unter Anführung, Thuc. 6, 4; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δὲ ἐγώ Plat. Ep. II, 312 b; τὸν ποταμόν, zuerst über den Fluß gehen, od. den Weg über den Fluß zeigen, Theaet. 200 e. Dah. Anleitung geben wozu, zeigen, lehren, [[χρηστήριον]] Her. 2, 56, τινί, Einen belehren, 6, 135; [[καλῶς]] μοι ἔδοξας καθηγήσασθαι τοῦ λόγου, die Rede schön eingeleitet zu haben, Plat. Conv. 199 c, vgl. Lach. 182 c; der Lehrer sein, Καίσαρος Strab. XIV, 674, wie S. Emp. adv. eth. 247. – Anführen, τῆς στρατείας Plut. Camill. 15, πολιτεύματος Thes. 35. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καθηγέομαι''': Ἰων. κατηγ-: μέλλ. -ήσομαι:- ἀποθ. Προηγοῦμαι τῆς ὁδοῦ, [[χρησιμεύω]] ὡς [[ὁδηγός]], ὁδηγῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 40, 66. Θουκ. 6. 4· οἱ κατηγεόμενοι, οἱ ὁδηγοί, Ἡρόδ. 7. 130· σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ’ ἐγὼ Πλάτ. Ἐπιστ. 312Β: - ἀκολούθως, κατ. τινὶ εἰς τόπον, κατηγέοντο οἱ Σκύθαι (τοῖσι Πέρσῃσι) ἐς τοὺς χώρους Ἡρόδ. 4. 125, 6. 102· ἐπὶ τόπον 7. 215· [[ὡσαύτως]], κατ. τινι ὁδὸν 9. 104. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., δεκνύω, τὸ [[ἕρμα]] σφι κατηγήσατο Πάμμων, ἔδειξεν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. 7. 183· [[ταῦτα]] δὲ καθηγησομένους ἔπεμψε τόν τε αὐτῆς ἀνεψιὸν καὶ Δαφναγόραν, ὡς ὁδηγοὺς ἵνα ὑποδείξωσι [[ταῦτα]], Ξεν. Ἀν. 7. 8, 9· ὁ τὸν ποταμὸν [[καθηγούμενος]], ὁ ὁδηγῶν εἰς τὸ διαβατὸν [[μέρος]] τοῦ ποταμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 200Ε. 3) [[μετὰ]] γεν., καθηγοῦμαι τοῦ λόγου, [[ἀρχίζω]] τὴν ὁμιλίαν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 199C· ὧν καθηγήσαιτ’ ἂν τοῦτο, τῶν ὁποίων τοῦτο δύναται νὰ [[εἶναι]] ἡ [[ἀρχή]], ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182C· καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας, ὑπῆρξεν [[ἡγεμών]], [[ὁδηγός]], Πλουτ. Κάμιλλ. 15· εἶμαι [[ἀρχηγός]], βουλόμενος... ἄρχειν... τοῦ πολιτεύματος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 35. 4) [[εἰσάγω]] τι πρῶτος ἐγώ, [[ἱδρύω]], ἡ αὐτὴ γυνὴ... [[χρηστήριον]] κατηγήσατο Ἡρόδ. 2. 56· καὶ [[μετὰ]] μεταχ., οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθεὶς ὁ αὐτ. 7. 8, 1· [[μετὰ]] γεν. προσ., εἶμαι διδάσκαλός τινος, [[διδάσκω]] τινά, Στράβ. 674, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 1, εἰς Ἀμμ. 5· καί, ὁ καθηγησάμενος, ὁ [[διδάσκαλος]], Πλούτ. 2. 120Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. κατηγ-,
A act as guide, lead the way, abs., Hdt. 9.40,66, 6.135, Th.6.4; οἱ κατηγεόμενοι the guides, Hdt.7.130; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ' ἐγώ Pl.Ep.312b; κατ. τινὶ ἐς Χώρους Hdt.4.125, cf. 6.102; ἐπὶ Φωκέας Id.7.215; also κατ. τινὶ ὁδόν Id.9.104. 2 c. acc. rei, show, explain, indicate, τὸ ἕρμα κατ. τινί Id.7.183, cf. X. An.7.8.10; ὁ τὸν ποταμὸν κ. he who was explaining it, i.e. showing where it was fordable, Pl.Tht.200e. 3 c. gen., κ. τοῦ λόγου to begin the discourse, Id.Smp.199c; ὧν καθηγήσαιτ' ἂν τοῦτο of which this would be the beginning, Id.La.182c. b lead, command, exercise authority over, κ. τῆς στρατείας, τοῦ πολιτεύματος, Plu.Cam.15, Thes.35. 4 to be the first to do, establish, institute, Hdt.2.49,56: c. part., οὐ κατηγήσομαι νόμον τόνδε τιθείς I will not begin establishing this law, Id.7.8.ά. 5 instruct, teach, abs., Phld.Lib.p.21 O., al.; κ. γραμματιστοῦ τρόπον Diog.Oen.11; ὁ καθηγησάμενος the teacher, Plu.2.120a: c. gen. pers., to be teacher of... Str.14.5.14, D.H.Is.1, Amm.5. 6 in Logic, to be antecedent, Stoic.2.72.
German (Pape)
[Seite 1284] ion. κατηγέομαι, wie das simplex, vorangehen, den Weg weisen; κατηγέοντο τοῖς Πέρσαις εἰς τὴν σφετέρην Her. 4, 125; 6, 102; ἄλλας κατηγεόμενοί σφι ὁδούς 9, 104; τὴν ἀτραπὸν οἱ Μηλιέες Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο 7, 215; οὐκ αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς, ich werde nicht zuerst dies Gesetz geben, 7, 8, 1; Ὕβλωνος καθηγησαμένου, unter Anführung, Thuc. 6, 4; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δὲ ἐγώ Plat. Ep. II, 312 b; τὸν ποταμόν, zuerst über den Fluß gehen, od. den Weg über den Fluß zeigen, Theaet. 200 e. Dah. Anleitung geben wozu, zeigen, lehren, χρηστήριον Her. 2, 56, τινί, Einen belehren, 6, 135; καλῶς μοι ἔδοξας καθηγήσασθαι τοῦ λόγου, die Rede schön eingeleitet zu haben, Plat. Conv. 199 c, vgl. Lach. 182 c; der Lehrer sein, Καίσαρος Strab. XIV, 674, wie S. Emp. adv. eth. 247. – Anführen, τῆς στρατείας Plut. Camill. 15, πολιτεύματος Thes. 35.
Greek (Liddell-Scott)
καθηγέομαι: Ἰων. κατηγ-: μέλλ. -ήσομαι:- ἀποθ. Προηγοῦμαι τῆς ὁδοῦ, χρησιμεύω ὡς ὁδηγός, ὁδηγῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 40, 66. Θουκ. 6. 4· οἱ κατηγεόμενοι, οἱ ὁδηγοί, Ἡρόδ. 7. 130· σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ’ ἐγὼ Πλάτ. Ἐπιστ. 312Β: - ἀκολούθως, κατ. τινὶ εἰς τόπον, κατηγέοντο οἱ Σκύθαι (τοῖσι Πέρσῃσι) ἐς τοὺς χώρους Ἡρόδ. 4. 125, 6. 102· ἐπὶ τόπον 7. 215· ὡσαύτως, κατ. τινι ὁδὸν 9. 104. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., δεκνύω, τὸ ἕρμα σφι κατηγήσατο Πάμμων, ἔδειξεν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. 7. 183· ταῦτα δὲ καθηγησομένους ἔπεμψε τόν τε αὐτῆς ἀνεψιὸν καὶ Δαφναγόραν, ὡς ὁδηγοὺς ἵνα ὑποδείξωσι ταῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 9· ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος, ὁ ὁδηγῶν εἰς τὸ διαβατὸν μέρος τοῦ ποταμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 200Ε. 3) μετὰ γεν., καθηγοῦμαι τοῦ λόγου, ἀρχίζω τὴν ὁμιλίαν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 199C· ὧν καθηγήσαιτ’ ἂν τοῦτο, τῶν ὁποίων τοῦτο δύναται νὰ εἶναι ἡ ἀρχή, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182C· καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας, ὑπῆρξεν ἡγεμών, ὁδηγός, Πλουτ. Κάμιλλ. 15· εἶμαι ἀρχηγός, βουλόμενος... ἄρχειν... τοῦ πολιτεύματος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 35. 4) εἰσάγω τι πρῶτος ἐγώ, ἱδρύω, ἡ αὐτὴ γυνὴ... χρηστήριον κατηγήσατο Ἡρόδ. 2. 56· καὶ μετὰ μεταχ., οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθεὶς ὁ αὐτ. 7. 8, 1· μετὰ γεν. προσ., εἶμαι διδάσκαλός τινος, διδάσκω τινά, Στράβ. 674, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 1, εἰς Ἀμμ. 5· καί, ὁ καθηγησάμενος, ὁ διδάσκαλος, Πλούτ. 2. 120Α.