ἀοιδός: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(13_6b)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ([[ἀείδω]]), gesangreich, singend, ἀνὴρ [[ἀοιδός]] Od. 3, 267; von der Nachtigall ἀοιδὸν ἐοῦσαν Hes. O. 206; θεαὶ ἀοιδοί Aesch. Suppl. 676; compar., gesangreicher, Diosc. 20 (XI, 195); Μουσάων ὄρνιθες ἀοιδότατοι πετεηνῶν Callim. Del. 252; Eur. Hel. 1109 ἀηδὼν ἀοιδοτάτη [[ὄρνις]]; vgl. Theocr. 12, 7; [[δῶρον]] ἀοιδότατον Leon. Al. 13 (VI, 328). Auch pass., wie Hesych. erkl., [[περιβόητος]], ὀναμαστός; [[Πέργαμος]] ἀοιδοτέρη, mehr besungen, Arcesil. 1 (App. 10). Gew. von Hom. an bei Dichtern ὁ [[ἀοιδός]], der Sänger u. Dichter; Od. 8, 481 [[φῦλον]] ἀοιδῶν; ἡ [[ἀοιδός]] die Sängerin Theocr. 15, 97; die Sphinx σκληρὰ [[ἀοιδός]] Soph. O. R. 36 u. Eur. Phoen. 1545, nach Schol. Soph., weil sie ihr Räthsel in Versen aufgab. – Bei Soph. Tr. 996, neben [[χειροτέχνης]] ἰατορίας, bezeichnet es den durch Zaubersprüche heilenden, sonst [[ἐπῳδός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ([[ἀείδω]]), gesangreich, singend, ἀνὴρ [[ἀοιδός]] Od. 3, 267; von der Nachtigall ἀοιδὸν ἐοῦσαν Hes. O. 206; θεαὶ ἀοιδοί Aesch. Suppl. 676; compar., gesangreicher, Diosc. 20 (XI, 195); Μουσάων ὄρνιθες ἀοιδότατοι πετεηνῶν Callim. Del. 252; Eur. Hel. 1109 ἀηδὼν ἀοιδοτάτη [[ὄρνις]]; vgl. Theocr. 12, 7; [[δῶρον]] ἀοιδότατον Leon. Al. 13 (VI, 328). Auch pass., wie Hesych. erkl., [[περιβόητος]], ὀναμαστός; [[Πέργαμος]] ἀοιδοτέρη, mehr besungen, Arcesil. 1 (App. 10). Gew. von Hom. an bei Dichtern ὁ [[ἀοιδός]], der Sänger u. Dichter; Od. 8, 481 [[φῦλον]] ἀοιδῶν; ἡ [[ἀοιδός]] die Sängerin Theocr. 15, 97; die Sphinx σκληρὰ [[ἀοιδός]] Soph. O. R. 36 u. Eur. Phoen. 1545, nach Schol. Soph., weil sie ihr Räthsel in Versen aufgab. – Bei Soph. Tr. 996, neben [[χειροτέχνης]] ἰατορίας, bezeichnet es den durch Zaubersprüche heilenden, sonst [[ἐπῳδός]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀοιδός''': ὁ, ([[ἀείδω]]) ὁ περὶ μουσικὴν καὶ ποίησιν ἀσχολούμενος, ὁ ᾄδων ἔπη ἐνώπιον βασιλέων ἢ ἄλλων, ὡς π.χ. ὁ ἀοιδὸς ὃν κατέλιπε φύλακα καὶ διδάσκαλον [[οὕτως]] εἰπεῖν τῆς Κλυταιμνήστρας ὁ [[Ἀγαμέμνων]] ἀπερχόμενος εἰς Τροίαν, πὰρ’ δ’ ἔην καὶ ἀοιδὸς [[ἀνήρ]], ᾧ πόλλ’ ἐπέτελλεν Ἀτρεΐδης, Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν Ὀδ. Γ. 267. 270, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 95, Ἔργ. κ. Ἡμ. 26· [[θεῖος]] ἀ. 4. 17, 8. 87, κ. ἀλλ. τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπου ἀοιδοῦ Ἡρόδ. 1. 24· πολλὰ ψεύδονται ἀοιδοὶ Ἀριστ. Μεταφ. 1. 2. 13· [[θρηνῳδός]], παρὰ δ’ εἶσαν ἀοιδοὺς θρήνων ἐξάρχους· «νῦν τοὺς θρηνῳδοὺς» (Σχόλ.) Ἰλ. Ω. 720· - [[μετὰ]] γεν. γόων, χρησμῶν ἀοιδὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 110, [[Ἡρακλ]]. 403· [[πρᾶτος]] [[ἀοιδός]], ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, Θεόκρ. 18. 56. 2) ὡς θηλ., ἐπὶ ἀηδόνος, [[ψάλτρια]], καὶ ἀοιδὸν ἐοῦσαν Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 206· περὶ τῆς Σφιγγός, σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν Σοφ. Ο.Τ. 36, Εὐρ. Φοίν. 1507· ἀοιδὸς [[Μοῦσα]] ὁ αὐτ. Ῥῆσ. 386, πρβλ. Θεόκρ. 15. 97. 3) ὁ δι’ ἐπῳδῶν θεραπεύων, [[ἐπῳδός]], [[γόης]], Λατ. incantator, τὶς γὰρ [[ἀοιδός]], τὶς ὁ [[χειροτέχνης]] ἰατορίας; Σοφ. Τρ. 1000. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ᾠδικός]], εὔφωνος, [[μελῳδικός]], [[ὄρνις]] ἀοιδοτάτα Εὐρ. Ἑλ. 1109, πρβλ. Θεόκρ. 12. 7, Καλλ. εἰς Δῆλ. 252, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 2) παθ. = [[ἀοίδιμος]], πεφημισμένος, ἐν τῷ συγκριτικῷ, πολλὸν ἀοιδοτέρη Ἀρκεσίλ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 30
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοιδός Medium diacritics: ἀοιδός Low diacritics: αοιδός Capitals: ΑΟΙΔΟΣ
Transliteration A: aoidós Transliteration B: aoidos Transliteration C: aoidos Beta Code: a)oido/s

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ἀείδω)

   A singer, minstrel, bard, Il.24.720, Od.3.270, al., Hes.Th.95, Op.26, Sapph.92, etc.; ἀ. ἀνήρ Od.3.267; θεῖος ἀ. 4.17, 8.87, al.; τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπων ἀ. Hdt.1.24; πολλὰ ψεύδονται ἀ. Arist.Metaph.983a4: c.gen., γόων, χρησμῶν ἀοιδός, E.HF110, Heracl. 403; πρᾶτος ἀ., of the cock, Theoc.18.56.    2 fem., songstress, πολύϊδρις ἀ. Id.15.97; of the nightingale, Hes.Op.208; of the Sphinx, S.OT36, E.Ph.1507 (lyr.); ἀοιδὸς Μοῦσα Id.Rh.386 (lyr.).    3 enchanter, S.Tr.1000.    II as Adj., tuneful, musical, ἀοιδοτάταν ὄρνιθα E.Hel.1109 (lyr.), cf. Theoc.12.7, Call.Del.252, IG12(2).443.    2 Pass., = ἀοίδιμος, famous, πολλὸν ἀοιδοτέρη Arcesil. ap. D.L.4.30.    III = εὐνοῦχος, Hsch.; cf. δοῖδος.

German (Pape)

[Seite 272] (ἀείδω), gesangreich, singend, ἀνὴρ ἀοιδός Od. 3, 267; von der Nachtigall ἀοιδὸν ἐοῦσαν Hes. O. 206; θεαὶ ἀοιδοί Aesch. Suppl. 676; compar., gesangreicher, Diosc. 20 (XI, 195); Μουσάων ὄρνιθες ἀοιδότατοι πετεηνῶν Callim. Del. 252; Eur. Hel. 1109 ἀηδὼν ἀοιδοτάτη ὄρνις; vgl. Theocr. 12, 7; δῶρον ἀοιδότατον Leon. Al. 13 (VI, 328). Auch pass., wie Hesych. erkl., περιβόητος, ὀναμαστός; Πέργαμος ἀοιδοτέρη, mehr besungen, Arcesil. 1 (App. 10). Gew. von Hom. an bei Dichtern ὁ ἀοιδός, der Sänger u. Dichter; Od. 8, 481 φῦλον ἀοιδῶν; ἡ ἀοιδός die Sängerin Theocr. 15, 97; die Sphinx σκληρὰ ἀοιδός Soph. O. R. 36 u. Eur. Phoen. 1545, nach Schol. Soph., weil sie ihr Räthsel in Versen aufgab. – Bei Soph. Tr. 996, neben χειροτέχνης ἰατορίας, bezeichnet es den durch Zaubersprüche heilenden, sonst ἐπῳδός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδός: ὁ, (ἀείδω) ὁ περὶ μουσικὴν καὶ ποίησιν ἀσχολούμενος, ὁ ᾄδων ἔπη ἐνώπιον βασιλέων ἢ ἄλλων, ὡς π.χ. ὁ ἀοιδὸς ὃν κατέλιπε φύλακα καὶ διδάσκαλον οὕτως εἰπεῖν τῆς Κλυταιμνήστρας ὁ Ἀγαμέμνων ἀπερχόμενος εἰς Τροίαν, πὰρ’ δ’ ἔην καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ, ᾧ πόλλ’ ἐπέτελλεν Ἀτρεΐδης, Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν Ὀδ. Γ. 267. 270, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 95, Ἔργ. κ. Ἡμ. 26· θεῖος ἀ. 4. 17, 8. 87, κ. ἀλλ. τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπου ἀοιδοῦ Ἡρόδ. 1. 24· πολλὰ ψεύδονται ἀοιδοὶ Ἀριστ. Μεταφ. 1. 2. 13· θρηνῳδός, παρὰ δ’ εἶσαν ἀοιδοὺς θρήνων ἐξάρχους· «νῦν τοὺς θρηνῳδοὺς» (Σχόλ.) Ἰλ. Ω. 720· - μετὰ γεν. γόων, χρησμῶν ἀοιδὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 110, Ἡρακλ. 403· πρᾶτος ἀοιδός, ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, Θεόκρ. 18. 56. 2) ὡς θηλ., ἐπὶ ἀηδόνος, ψάλτρια, καὶ ἀοιδὸν ἐοῦσαν Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 206· περὶ τῆς Σφιγγός, σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν Σοφ. Ο.Τ. 36, Εὐρ. Φοίν. 1507· ἀοιδὸς Μοῦσα ὁ αὐτ. Ῥῆσ. 386, πρβλ. Θεόκρ. 15. 97. 3) ὁ δι’ ἐπῳδῶν θεραπεύων, ἐπῳδός, γόης, Λατ. incantator, τὶς γὰρ ἀοιδός, τὶς ὁ χειροτέχνης ἰατορίας; Σοφ. Τρ. 1000. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ᾠδικός, εὔφωνος, μελῳδικός, ὄρνις ἀοιδοτάτα Εὐρ. Ἑλ. 1109, πρβλ. Θεόκρ. 12. 7, Καλλ. εἰς Δῆλ. 252, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 2) παθ. = ἀοίδιμος, πεφημισμένος, ἐν τῷ συγκριτικῷ, πολλὸν ἀοιδοτέρη Ἀρκεσίλ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 30