ποικιλομορφία: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_9) |
(33) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλομορφία''': ἡ, [[ποικιλία]] μορφῆς, σχηματισμοῦ, λίθων Διον. Ἀρεοπ. σ. 897 (Ἐπιστ. 9., σ. 496, 1). | |lstext='''ποικῐλομορφία''': ἡ, [[ποικιλία]] μορφῆς, σχηματισμοῦ, λίθων Διον. Ἀρεοπ. σ. 897 (Ἐπιστ. 9., σ. 496, 1). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[ποικιλόμορφος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ποικιλόμορφου, η [[ποικιλία]] της μορφής ή του σχήματος, [[πολυμορφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> η ύπαρξη σε ένα [[είδος]] φαινοτύπων με παραλλαγές που οφείλονται σε [[μεταβολή]] του γονοτύπου στα σωματικά κύτταρα [[κατά]] την [[ανάπτυξη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, mannichfaltige Gestalt, Gestaltung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλομορφία: ἡ, ποικιλία μορφῆς, σχηματισμοῦ, λίθων Διον. Ἀρεοπ. σ. 897 (Ἐπιστ. 9., σ. 496, 1).
Greek Monolingual
η, ΝΑ ποικιλόμορφος
η ιδιότητα του ποικιλόμορφου, η ποικιλία της μορφής ή του σχήματος, πολυμορφία
νεοελλ.
βιολ. η ύπαρξη σε ένα είδος φαινοτύπων με παραλλαγές που οφείλονται σε μεταβολή του γονοτύπου στα σωματικά κύτταρα κατά την ανάπτυξη.