ἰσόπαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόπᾰλος''': -ον, = τῷ [[ἰσοπαλής]], Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, [[Πολυδ]]. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ἰσοκέφαλος]], [[ἰσόμαχος]].
|lstext='''ἰσόπᾰλος''': -ον, = τῷ [[ἰσοπαλής]], Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, [[Πολυδ]]. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ἰσοκέφαλος]], [[ἰσόμαχος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ισόπαλος]], -ον)<br />[[ίσος]] με άλλον στην [[πάλη]] ή σε [[άλλο]] [[αγώνισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ισάξιος]] με άλλον, [[ισοδύναμος]], [[εφάμιλλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοπάλως</i> και <i>ισόπαλα</i> (Α ἰσοπάλως)<br />με [[ισοπαλία]], με ίση [[επίδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>παλος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>παλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπᾰλος Medium diacritics: ἰσόπαλος Low diacritics: ισόπαλος Capitals: ΙΣΟΠΑΛΟΣ
Transliteration A: isópalos Transliteration B: isopalos Transliteration C: isopalos Beta Code: i)so/palos

English (LSJ)

ον,= foreg., Luc.Nav.36, D.C.40.42, Poll.3.149,5.157, Hsch.; prob. in Ibyc.14, X.Ages.2.9.

German (Pape)

[Seite 1265] dasselbe, Sp., wie D. Cazz. 40, 42, φάλαγγας ἰσοπάλο υς wird für ἰσομάλους Xen. Ages. 2, 9 geändert.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπᾰλος: -ον, = τῷ ἰσοπαλής, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, Πολυδ. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. ἰσοκέφαλος, ἰσόμαχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντί-παλος, πρωτό-παλος].